ἀπειλέω: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(Autenrieth) |
(big3_5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. -ήσω, ipf. du. [[ἀπειλήτην]]: [[threaten]], [[menace]]; τινί, [[regularly]] foll. by fut. inf.; [[γέρας]] αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, Il. 1.161; freq. w. [[cognate]] acc., ἀπειλάς, Il. 16.201; μῦθον, Il. 1.388; [[less]] [[specifically]], ‘[[boast]],’ Il. 8.150 (foll. by [[εἶναι]]), Od. 8.383; ‘[[vow]],’ ‘[[promise]],’ Il. 23.863, 872. | |auten=fut. -ήσω, ipf. du. [[ἀπειλήτην]]: [[threaten]], [[menace]]; τινί, [[regularly]] foll. by fut. inf.; [[γέρας]] αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, Il. 1.161; freq. w. [[cognate]] acc., ἀπειλάς, Il. 16.201; μῦθον, Il. 1.388; [[less]] [[specifically]], ‘[[boast]],’ Il. 8.150 (foll. by [[εἶναι]]), Od. 8.383; ‘[[vow]],’ ‘[[promise]],’ Il. 23.863, 872. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> el. ἀποϝɛ̄λέω <i>IO</i> 10; tard. ἀπειλείω Musae.122, Nonn.<i>D</i>.20.204<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. ἀπειλήτην <i>Od</i>.11.313, aor. ἠπείλησεν <i>Il</i>.9.683]<br /><b class="num">A</b> en sent. físico<br /><b class="num">1</b> [[empujar]], [[llevar]] ἀπὸ τῶ βωμῶ ἀποϝɛ̄λέοιαν <i>IO</i> 10, cf. 13, ἀποϝɛ̄λέοι κ' ἀπὸ μαντείας <i>IO</i> 4.7<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἐς ἀπορίην Hdt.1.24, 2.141, ἐς ἀναγκαίην Hdt.8.109, ἐς στεινόν Hdt.9.34.<br /><b class="num">2</b> [[desenrollar]] αὕτη ἀπειλουμένη ἀπὸ τῆς ἐξελίκτρας Hero <i>Aut</i>.5.5.<br /><b class="num">B</b> en sent. fig.<br /><b class="num">I</b> en cont. no peyor.<br /><b class="num">1</b> c. inf. de fut. (cf. tb. II 3) [[prometer]] c. dat. ἠπείλησεν ἄνακτι ... ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην <i>Il</i>.23.863, 872, πολλὰ δ' ἀπείλει [ἐς Πυθὼ πέ] μψειν Call.<i>Fr</i>.18.6.<br /><b class="num">2</b> [[jactarse]] βητάρμονας εἶναι ἀρίστους <i>Od</i>.8.383, cf. <i>Il</i>.13.143<br /><b class="num">•</b>abs. Τυδεΐδης ὑπ' [[ἐμεῖο]] φοβεύμενος ἵκετο νῆας, ὥς ποτ' ἀπειλήσει <i>Il</i>.8.150.<br /><b class="num">II</b> en cont. peyor.<br /><b class="num">1</b> [[amenazar]] c. dat. τοι <i>Il</i>.1.181, ἧμιν <i>Od</i>.20.272, τῷ Θηραμένει Th.8.92, τοῖς στρατηγοῖς <i>POxy</i>.2182.5, 19 (II d.C.), αὐτῇ Ar.<i>Nu</i>.617, cf. Isoc.5.53, 10.26, Ar.<i>Au</i>.308<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. de palabras [[pronunciar palabras amenazadoras]], [[lanzar amenazas]] ἀπειλαὶ ... τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον <i>Il</i>.13.220, cf. 16.201, μῦθον <i>Il</i>.1.388, ἔπη E.<i>Supp</i>.542, πύργοις δ' ἀ. δείν' A.<i>Th</i>.426, πόλλ' ἀπειλήσας Hdt.1.111, ταῦτα Hdt.7.18, τοῦτ' S.<i>OC</i> 817, δεινότατα ... ἐπῶν Ar.<i>Lys</i>.339, οὐκ ἀτέλεστον ἀπειλήσας Call.<i>Del</i>.87<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. en aor. ἀπειλησαμένου δὲ [[αὐτοῦ]] τῷ Καίσαρι App.<i>BC</i> 3.29.<br /><b class="num">2</b> [[amenazar con]] c. ac. int. no de palabras θάνατον Hdt.4.81, cf. Polyaen.7.35.2, ξίφη Plu.<i>Pomp</i>.47, ζημίας ... κατὰ τοῦ μὴ ὑπακούσαντος Plu.<i>Cam</i>.39, ἠπείλησαν τοὺς ἄρχοντας amenazaron con los prefectos</i> Lib.<i>Or</i>.47.7<br /><b class="num">•</b>c. dat. instrum. τισιν νόμοις Pl.<i>Lg</i>.783d, γόμφοισιν Tim.15.68<br /><b class="num">•</b>abs. [[amenazar]], <i>Il</i>.2.665, Th.8.84, Isoc.15.121<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τῶν ἀπειληθέντων las (leyes) acompañadas de sanciones</i> Pl.<i>Lg</i>.823c.<br /><b class="num">3</b> c. inf. esp. de fut. y a veces tb. dat. [[amenazar con]] μοι [[γέρας]] ... ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς <i>Il</i>.1.161, cf. 15.179, <i>Od</i>.11.313, σφέας ... ἐκτρίψειν Hdt.6.37, τῷ ... ἀλαπαξέμεν Call.<i>Dian</i>.251, δράσειν τι E.<i>Med</i>.287, αὐτῷ ἀποκτενεῖν Lys.3.28, cf. Iul.<i>Or</i>.3.57a<br /><b class="num">•</b>c. inf. de pres. ἑλκέμεν <i>Il</i>.9.682, c. inf. de aor., X.<i>HG</i> 5.4.7, <i>Mem</i>.3.5.4<br /><b class="num">•</b>c. ὡς, ὅτι: μὴ ἀ. τοῖς Χίοις ... μὴ ἐπιβοηθήσειν Th.8.33, cf. Ar.<i>Pl</i>.88, X.<i>An</i>.5.5.22, τῷ πεμπομένῳ, εἰ μὴ ... X.<i>Cyr</i>.4.5.12, <i>An</i>.5.5.22<br /><b class="num">•</b>abs. c. inf. [[ordenar con amenazas]] φαγεῖν [[βρέφος]] Theoc.24.16, cf. A.R.3.607<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[prohibir con amenazas]] ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν <i>Act.Ap</i>.4.17.<br /><b class="num">III</b> en v. med. [[atemorizarse por amenazas]], [[amedrentarse]] οὐκέτι δὲ ἀπειλοῦμαι X.<i>Smp</i>.4.31.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Es probablemente en todas sus acepciones un compuesto de ἀπό y [[εἰλέω]] q.u. En ese caso [[ἀπειλή]] sería un derivado postverbal. Recientemente se ha sugerido un emparentamiento con toc. <i>kälts</i> ‘amenazar’. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
(A), Elean ἀποϝηλέω,
A keep away, ἀπὸ τῶ βωμῶ GDI1159, cf. 1150; ἀπὸ μαντείας 1154:—Pass., ἐς ἀπορίην ἀπειληθείς or ἀπειλημένος brought into great straits, Hdt.1.24, 2.141; ἐς ἀναγκαίην ἀπειλημένος Id.8.109; ἀπειληθέντες ἐς στεινόν forced into narrow compass, Id.9.34. II unroll, roll off, Hero Aut.5.5.
ἀπειλέω (B), 3dual impf. Act. ἀπειλήτην, Ep. for ἠπειλείτην, Od. 11.313: later Ep. pres. ἀπειλείω Musae.122, Nonn.D.20.204:—
A hold out either in the way of promise or threat, and therefore: I sts. in good sense, promise, οὐδ' ἠπείλησεν ἄνακτι . . ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην Il.23.863, cf. 872; also, boast or brag, ὥς ποτ' ἀπειλήσει .1; ἦ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους Od.8.383, cf. Jul.Or.2.57a. II commonly in bad sense, threaten, in Hom. either abs., as Il.2.665, Od.21.368: or (more freq.) c. dat. pers., ib.20.272, etc.: c.acc. cogn., αἶψα δ' ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον spake a threatening speech, Il.1.388; ἀπειλὰς ἀ., v. ἀπειλή; δείν' ἀπειλήσων ἔπη E. Supp.542: freq. with neut. Pron. or Adj., ἀ. τόγε θυμῷ Il.15.212; ταῦτα, πολλὰ ἀ., Hdt.7.18, 1.111, Th.8.33, etc.; πύργοις ἀ. δεινά A. Th.426; τοῦτ' ἀπειλήσας ἔχεις S.OC817. 2 with acc. of the thing threatened, θάνατον ἀ. ὃς ἂν . . Hdt.4.81; ξίφος Plu.Pomp.47; ζημίας ἀ. κατά τινος Id.Cam.39; ἠπείλησαν τοὺς ἄρχοντας threatened them with the prefects, Lib.Or.47.7. 3 dependent clauses were added in fut. inf., γέρας . . ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Il.1.161, cf. 15.179, Od.11.313; σφέας . . ἀπείλεε ἐκτρίψειν Hdt.6.37; ἀ. δράσειν τι E.Med. 287; ἀ. ἀποκτενεῖν Lys.3.28: rarely in pres. inf., ἠπ. . . ἑλκέμεν Il. 9.682: after Hom. in aor. inf., X.Mem.3.5.4, HG5.4.7, Theoc.24.16. 4 ἀ. ὅτι... ὡς .., Ar.Pl.88, X.An.5.5.22, etc.; ἀ. τινί, εἰ μή . . Id.Cyr.4.5.12. III Pass., ἀπειλοῦμαι, of persons, to be terrified by threats, Id.Smp.4.31. 2 of things, τὰ ἀπειληθέντα, = ἀπειλαί, Pl.Lg.823c. IV later in Med., with aor. 1 -ησάμην App.BC3.29, Polyaen.7.35.2: c. inf., forbid with threats, ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν Act.Ap.4.17.
German (Pape)
[Seite 283] (ἠπύω? laut reden), ἀπειλήτην = ἠπει λείτην Od. 11, 313, drohen, von Hom. an überall, absol., Il. 2, 665 Od. 21, 368; Plat. Phaed. 94 d; ὧδε γὰρ ἠπείλησε Iliad. 8, 415; ἠπείλησεν μῦθον 1, 385; ἀπειλήσω τό γε θυμῷ 15, 212; τινί, Od. 20, 272; ἀπειλήσω δέ τοι ὧδε Iliad. 1, 181; Her. 3, 77; öfter bei Plat. u. Folgdn; ἀπειλάς τινι, Iliad. 13, 220. 16, 201; πύργοις δεινά Aesch. Spt. 411; ζημίας κατά τινος Plut., mit Strafen drohen, Cam. 2; θάνατον, den Tod androhen, Pomp. 62; τὰ ξίφη, mit den Schwertern, ib. 47; sonst folgt gew. inf. fut., ll. 1, 161 Od. 11, 313 u. Sp.; inf. praes. u. aor., Il. 9, 682; Xen. Hell. 5, 4, 7; ὅτι, Ar. Plut. 88; Xen. An. 5, 5, 22 Cyr. 6, 1, 53; εἰ μή, 4, 5, 12. – Pass., durch Drohungen erschreckt werden, Xen. Symp. 4, 31; μετὰ ζημίας Plat. Legg. VII, 823 c. – Med. bei Sp., z. B. N. T., Polyaen. 7, 35, = act. – Bei Hom. auch: prahlen, ll. 8, 150 Od. 8, 383; geloben, Il. 23, 863. 872, s. Scholl. Ariston. 23, 863 u. 9, 682; vgl. Theocr. 24, 16. (s. εἴλω, εἰλέω), weg-, zusammendrängen, ἐς ἀπορίην u. εἰς στενον ἀπειληθείς, Her. 1, 24. 9, 35, in die Enge getrieben; εἰς ἀναγκαίην ἀπειλημένος 8, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλέω: ἀπειλήτην, Ἐπ. ἀντὶ ἠπειλήτην, γ΄ δυϊκ. παρατ. ἐνεργ., Ὀδ. Λ. 312· μεταγεν. Ἐπ. ἐνεστ. ἀπειλείω Μουσαῖος 122, Νόνν. Δ. 20. 204: μέλλ. -ήσω, κτλ. (ἀπειλή). Ἐπιδεικνύω τι εἴτε ὡς ὑπόσχεσιν εἴτε ὡς ἀπειλήν. Ι. ἐνίοτε ἐπὶ καλῆς σημασ., ὑπισχνοῦμαι, οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι… ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐδ’ ηὔξατο») Ἰλ. Ψ. 863, πρβλ. 872: ― ὡσαύτως, κομπάζω, μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, ὥς ποτ’ ἀπειλήσει Θ. 150· ἧ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους Ὀδ. Θ. 383· πρβλ. ἀπειλὴ Ι. ΙΙ. κοινῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπειλῶ, φοβερίζω, Λατ. minari, παρ’ Ὁμ. ἢ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Β. 665, Ὀδ. Φ. 368, ἢ (συχνότερον) μετὰ δοτ. προσώπ., ὡς ἐν Ὀδ. Υ. 372, κτλ., καὶ συχν. μετὰ ταῦτα: ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ.· αἷμα δ’ ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον, εἶπεν ἀπειλητικὸν λόγον, Ἰλ. Α 388· ἀπειλὰς ἀπ. ἴδε ἐν λέξ. ἀπειλή· δείν’ ἀπειλήσων ἔπη Εὐρ. Ἱκ. 542· συχνάκις ὡσαύτως καὶ μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀπ. τό γε θυμῷ Ἰλ. Ο. 212· ταῦτα, πολλὰ ἀπ. Ἡρόδ. 7. 18, 1. 111, Θουκ. 8. 33, κτλ.· πύργοις δ’ ἀπ. δείν’ Αἰσχύλ. Θ. 426· τοῦτ’ ἀπειλήσας ἔχεις Σοφ. Ο. Κ. 817. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος, δι’ οὗ ἀπειλεῖ τίς τινα, θάνατον ἀπ. τινι Ἡρόδ. 4. 81· ξίφος Πλουτ. Πομπ. 47· ζημίας ἀπ. κατά τινος ὁ αὐτ. Κάμιλλ. 39. 3) ἐξηρτημέναι προτάσεις προσετίθεντο κατ’ ἀπαρέμφατον μέλλοντος, γέρας… ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Ἰλ. Α. 161, πρβλ. Ο. 179, Ὀδ. Λ. 313 (ἴδε ἀνωτ. Ι.)· καὶ ἡ αὐτὴ σύνταξις ἐξηκολούθησεν ἐν χρήσει· σφέας… ἠπείλεε ἐκτρίψειν Ἡρόδ. 6. 37· ἀπ. δράσειν τι Εὐρ. Μήδ. 287, ἀπ. ἀποκτενεῖν Λυσ. 98. 43· σπανίως κατ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ἠπ… ἑλκέμεν Ἰλ. Ι. 682· μεθ’ Ὅμ. κατ’ ἀπαρ. ἀόρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4, Ἑλλ. 5. 4, 7, Θεόκρ. 24. 16 (παραλειπομένου τοῦ ἄν, ἴδε Κόβητον, V. LL. 97). 4) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως, ἀπ. ὅτι… ὡς… Ἀριστοφ. Πλ. 88, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 22, κτλ.· ἀπ. τινι, εἰ μή…, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 12. ΙΙΙ. Παθ., ἀπειλοῦμαι, ἐπὶ προσώπων, ἐκφοβίζομαι δι’ ἀπειλῶν, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀπειληθέντα = αἱ ἀπειλαί, Πλάτ. Νόμ. 823C: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν., IV. ἀπειλοῦμαι εὕρηται ὡς ἀποθ., Ἀππ. Ἐμφ. 3. 29, Πολύαιν. 7. 35, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 17, Κλήμ. Ἀλ. 142. μελλ. -ήσω, = ἀπείλλω (ἴδε ἐν λ. εἴλω)· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐς ἀπορίαν ἀπειληθεὶς ἢ ἀπειλημένος, περιελθὼν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν, Ἡρόδ. 1. 24, 2. 141· ἐς ἀναγκαίην ἀπειλημένος, ὁ περιελθὼν εἰς ἀνάγκην, ὁ αὐτ. 8. 109· ἀπειληθέντες ἐς στεινὸν, βίᾳ συνωσθέντες εἰς στενόν, ὁ αὐτ. 9. 34. ΙΙ. ἐκτυλίσσω, ἀποκυλίω, Ἥρων. Αὐτομ. 248.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
impf. ἠπείλουν, f. ἀπειλήσω, ao. ἠπείλησα, pf. ἠπείληκα;
litt. repousser de l’assemblée, d’où
1 repousser, acculer : ἐς στεινόν HDT dans un étroit espace ; fig. ἐς ἀπορίην HDT, ἐς ἀναγκαίην HDT acculer aux extrémités, à la nécessité;
2 repousser avec menace, menacer : ἀπ. μῦθον IL lancer une parole de menace ; ἀπ. δεινά ESCHL faire des menaces terribles ; τινι ἀπ. menacer qqn ; τινί τι ἀπ. ou τι κατά τινος menacer qqn de qch ; ἠπείλησεν αὐτῷ εἰ μὴ ἀπαγγέλλοι XÉN il le menaça, s’il n’annonçait pas (il lui enjoignit avec menace d’annoncer);
3 parler avec jactance, se vanter;
4 promettre, avec l’inf. fut..
Étymologie: ἀπό, εἴλη.
2-ῶ :
dérouler (une corde, un tissu).
Étymologie: ἀπό, εἰλέω.
English (Autenrieth)
fut. -ήσω, ipf. du. ἀπειλήτην: threaten, menace; τινί, regularly foll. by fut. inf.; γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, Il. 1.161; freq. w. cognate acc., ἀπειλάς, Il. 16.201; μῦθον, Il. 1.388; less specifically, ‘boast,’ Il. 8.150 (foll. by εἶναι), Od. 8.383; ‘vow,’ ‘promise,’ Il. 23.863, 872.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): el. ἀποϝɛ̄λέω IO 10; tard. ἀπειλείω Musae.122, Nonn.D.20.204
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. ἀπειλήτην Od.11.313, aor. ἠπείλησεν Il.9.683]
A en sent. físico
1 empujar, llevar ἀπὸ τῶ βωμῶ ἀποϝɛ̄λέοιαν IO 10, cf. 13, ἀποϝɛ̄λέοι κ' ἀπὸ μαντείας IO 4.7
•en v. pas. ἐς ἀπορίην Hdt.1.24, 2.141, ἐς ἀναγκαίην Hdt.8.109, ἐς στεινόν Hdt.9.34.
2 desenrollar αὕτη ἀπειλουμένη ἀπὸ τῆς ἐξελίκτρας Hero Aut.5.5.
B en sent. fig.
I en cont. no peyor.
1 c. inf. de fut. (cf. tb. II 3) prometer c. dat. ἠπείλησεν ἄνακτι ... ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην Il.23.863, 872, πολλὰ δ' ἀπείλει [ἐς Πυθὼ πέ] μψειν Call.Fr.18.6.
2 jactarse βητάρμονας εἶναι ἀρίστους Od.8.383, cf. Il.13.143
•abs. Τυδεΐδης ὑπ' ἐμεῖο φοβεύμενος ἵκετο νῆας, ὥς ποτ' ἀπειλήσει Il.8.150.
II en cont. peyor.
1 amenazar c. dat. τοι Il.1.181, ἧμιν Od.20.272, τῷ Θηραμένει Th.8.92, τοῖς στρατηγοῖς POxy.2182.5, 19 (II d.C.), αὐτῇ Ar.Nu.617, cf. Isoc.5.53, 10.26, Ar.Au.308
•c. ac. int. de palabras pronunciar palabras amenazadoras, lanzar amenazas ἀπειλαὶ ... τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον Il.13.220, cf. 16.201, μῦθον Il.1.388, ἔπη E.Supp.542, πύργοις δ' ἀ. δείν' A.Th.426, πόλλ' ἀπειλήσας Hdt.1.111, ταῦτα Hdt.7.18, τοῦτ' S.OC 817, δεινότατα ... ἐπῶν Ar.Lys.339, οὐκ ἀτέλεστον ἀπειλήσας Call.Del.87
•en v. med. mismo sent. en aor. ἀπειλησαμένου δὲ αὐτοῦ τῷ Καίσαρι App.BC 3.29.
2 amenazar con c. ac. int. no de palabras θάνατον Hdt.4.81, cf. Polyaen.7.35.2, ξίφη Plu.Pomp.47, ζημίας ... κατὰ τοῦ μὴ ὑπακούσαντος Plu.Cam.39, ἠπείλησαν τοὺς ἄρχοντας amenazaron con los prefectos Lib.Or.47.7
•c. dat. instrum. τισιν νόμοις Pl.Lg.783d, γόμφοισιν Tim.15.68
•abs. amenazar, Il.2.665, Th.8.84, Isoc.15.121
•en v. pas. τῶν ἀπειληθέντων las (leyes) acompañadas de sanciones Pl.Lg.823c.
3 c. inf. esp. de fut. y a veces tb. dat. amenazar con μοι γέρας ... ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Il.1.161, cf. 15.179, Od.11.313, σφέας ... ἐκτρίψειν Hdt.6.37, τῷ ... ἀλαπαξέμεν Call.Dian.251, δράσειν τι E.Med.287, αὐτῷ ἀποκτενεῖν Lys.3.28, cf. Iul.Or.3.57a
•c. inf. de pres. ἑλκέμεν Il.9.682, c. inf. de aor., X.HG 5.4.7, Mem.3.5.4
•c. ὡς, ὅτι: μὴ ἀ. τοῖς Χίοις ... μὴ ἐπιβοηθήσειν Th.8.33, cf. Ar.Pl.88, X.An.5.5.22, τῷ πεμπομένῳ, εἰ μὴ ... X.Cyr.4.5.12, An.5.5.22
•abs. c. inf. ordenar con amenazas φαγεῖν βρέφος Theoc.24.16, cf. A.R.3.607
•en v. med. prohibir con amenazas ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν Act.Ap.4.17.
III en v. med. atemorizarse por amenazas, amedrentarse οὐκέτι δὲ ἀπειλοῦμαι X.Smp.4.31.
• Etimología: Es probablemente en todas sus acepciones un compuesto de ἀπό y εἰλέω q.u. En ese caso ἀπειλή sería un derivado postverbal. Recientemente se ha sugerido un emparentamiento con toc. kälts ‘amenazar’.