ἀνεπιθύμητος: Difference between revisions
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
(6_17) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπιθύμητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632. | |lstext='''ἀνεπιθύμητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[carente de deseos]] σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[carencia de apetitos]] τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin deseo]] ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.<i>Haer</i>.7.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A without desire, opp. ἐπιθυμητικός, Stob.2.6.14, Chaerem.Hist.4.
German (Pape)
[Seite 224] nicht begehrend, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιθύμητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de deseos σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20
•subst. τὸ ἀ. carencia de apetitos τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.
2 adv. -ως sin deseo ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.Haer.7.21.