θεράπων: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[apparently]] a participle from an [[otherwise]] [[obsolete]] derivative of the [[base]] of [[θέρος]]; a [[menial]] [[attendant]] (as if cherishing): [[servant]]. | |strgr=[[apparently]] a participle from an [[otherwise]] [[obsolete]] derivative of the [[base]] of [[θέρος]]; a [[menial]] [[attendant]] (as if cherishing): [[servant]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=θεράποντός, ὁ ([[perhaps]] from a [[root]] to [[hold]], [[have]] [[about]] [[one]]; cf. English [[retainer]]; Vanicek, p. 396; from [[Homer]] [[down]]), the Sept. for עֶבֶד, an [[attendant]], [[servant]]: of God, [[spoken]] of Moses discharging the duties committed to him by God, [[διάκονος]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:13, 28 August 2017
English (LSJ)
οντος, ὁ, dat. pl.
A θεραπόντεσσι Pi.P.4.41; Aeol. θεράπων Sapph.74, gen. θερράπονος Choerob.in An Ox.2.242 (θεράπονος cod., cf. Hdn.Gr.2.302):—henchman, attendant, Od.16.253, etc.; companion in arms, squire, 4.23, etc.; ἡνίοχος θ. Il.5.580, 8.119; τώ οἱ ἔσαν κήρυκε . . καὶ θεράποντε 1.321; θεράποντε Διός Od. 11.255; θεράποντες Ἄρηος Il.2.110, etc.; Μουσάων θεράποντες h.Hom. 32.20, cf. Hes.Th.100, Thgn.769, Ar.Av.909 (lyr.); Ἔρως Ἀφροδίτης θ. Pl.Smp.203c, cf. Sapph. l.c.; worshipper, Ἀπόλλωνος Pi.O. 3.16, cf. Pl.Phd.85a; Ἄρεος BMus.Inscr.971 (Cypr., v B.C.): c. dat., οἶκος ξένοισι θεράπων devoted to the service of its guests, Pi.O.13.3; λωτὸς . . Μουσᾶν θ. E.El.717(lyr.): c. gen., attending upon, τῶν ἀδίκως δυστυχούντων Gorg.Fr.6 D. II servant, Hdt.1.30, 5.105, Ar.Pl.3,5, And.1.12, Lys.7.34, etc.; at Chios, slave, Eust. ad D.P. 533.
German (Pape)
[Seite 1200] οντος, ὁ, der Diener, bei Hom. bes. der Kriegsgefährte, der freie Mann, der an der Seite des Andern kämpft, wie Achilleus den Patroklos seinen θ. nennt, Il. 16, 244. 18, 152, und Meriones des Idomeneus θεράπων ist, 23, 113, u. 19, 143 alle griechischen Heerführer die θεράποντες des Agamemnon heißen. Bes. heißt so bei Hom. der Wagenlenker, Il. 8, 113, ἡνίοχος θεράπων, 13, 386, der wie der κήρυξ, Od. 18, 424, nicht zu der gewöhnlichen Dienerschaft zu rechnen ist. Allgemeiner sind es Aufwärter, Diener im Hause, θεράποντε δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253, die aber nicht Knechte, δοῦλοι, sind, sondern freie Leute, die den Mächtigeren sich freiwillig zu ehrenvoller Dienstleistung unterordnen, wie Eteoneus, des Menelaus θεράπων, κρείων heißt, 4, 22. So sind die Könige θεράποντες des Zeus, Od. 11, 255, u. die tapferen Krieger θεράποντες Ἄρηος, Il. 2, 110 u. öfter; Μουσάων θεράποντες, die Dichter u. Sänger, H. h. 32, 20; vgl. Hes. Th. 769; ähnl. λωτός, Μουσᾶν θερ., Eur. El. 717; übh. Verehrer, wie Ἀπόλλωνος θεράπων Pind. Ol. 3, 17. Vgl. τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ θεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, Plat. Conv. 203 c. – Uebh. Diener, Ar. Plut. 3 Av. 516; Her. 5, 105; Xen. Cyr. 8, 2, 16; περὶ τὰ ἐπιτήδεια 8, 5, 6; Thuc. 7, 13; ἄνευ θεραπόντων αὐτοῖς ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. Legg. I, 633 c. – Adjectivisch Pind. οἶκον ξένοισι θεράποντα, das den Fremden dient, das gastliche, O. 13, 3.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπων: ᾰ, οντος, ὁ, δοτ. πληθ. θεραπόντεσσι Πίνδ. Π. 4. 71: - ὑπηρέτης, «ἀκόλουθος», Ὀδ. Π. 253, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις Ἕλλησιν ἀείποτε διαφέρει τοῦ δοῦλος, δηλοῦν ἐλευθέραν καὶ ἔντιμον ὑπηρεσίαν (πρβλ. δράστης)· καὶ παρ’ Ὁμ. εἶναι πολλάκις = τῷ ἑταῖρος, ὀπάων, σύντροφος ἐν ὅπλοις, ἂν καὶ κατώτερος κατὰ τὴν τάξιν ἢ τὸ ὄνομα, ὡς ὁ Πάτροκλος ἦτο θεράπων τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Π. 244, Σ. 152· ὁ Μηριόνης τοῦ Ἰδομενέως, Ψ. 113· ὁ Ἐτεωνεὺς τοῦ Μενελάου (καὶ ὅμως καλεῖται κρείων), Ὀδ. Δ. 222· καὶ πάντες οἱ Ἕλληνες ἡγεμόνες καλοῦνται θεράποντες τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἰλ. Τ. 149· - ἀλλαχοῦ ἰδιαιτέρως καλεῖται οὕτως ὁ ἡνίοχος, ἡνίοχος θεράπων Ε. 580, Θ. 119· καὶ ὁ κήρυξ, Α. 321, Ὀδ. Σ. 424· προσέτι οἱ βασιλεῖς ἐκαλοῦντο Διὸς θεράποντες Λ. 255· οἱ πολεμισταὶ θεράποντες Ἄρηος Ἰλ. Β. 110, κτλ.· ἀοιδοὶ καὶ ποιηταὶ Μουσάων θεράποντες Ὕμν. Ὁμ. 32. 20, Ἡσ. Θ. 100, Θέογν. 769, Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ὁ Ἔρως εἶναι Ἀφροδίτης θ., Πλάτ. Συμπ. 203C· ἀκολούθως καθόλου, λάτρις, Ἀπόλλωνος Πίνδ. Ο. 3. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνι 85Α· - μετὰ δοτ., οἶκος ξένοισι θεράπων Πίνδ. Ο. 13. 3· λωτός, θ. Μουσῶν Εὐρ. Ἡλ. 717. ΙΙ. βραδύτερον ἁπλῶς, ὑπηρέτης, Ἡρόδ. 1. 30.. 5. 105. Ἀριστοφ. Πλ. 3. 5. κτλ.· καὶ ἐν Χίῳ θεράποντες ἐκαλοῦντο οἱ δοῦλοι, Ἀρνόλδ. Θουκ. 8. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 35, Λυσ. 111. 17.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
qui prend soin de :
1 serviteur dévoué, suivant ; p. ext. serviteur d’Arès (guerrier), des Muses (poète);
2 serviteur à gages.
Étymologie: θέραψ.
English (Autenrieth)
οντος: attendant, comrade at arms (esquire, not servant), cf. Od. 11.255, Il. 2.110, Od. 4.23.
English (Slater)
θερᾰπων
a adj., ministering to c. dat. οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.3)
b servant δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα (O. 3.) 16. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” i. e. sailors (P. 4.41) Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον (Pae. 5.45) ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. fig., θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (sc. Δαμόφιλος καιρῷ) (P. 4.287)
English (Strong)
apparently a participle from an otherwise obsolete derivative of the base of θέρος; a menial attendant (as if cherishing): servant.
English (Thayer)
θεράποντός, ὁ (perhaps from a root to hold, have about one; cf. English retainer; Vanicek, p. 396; from Homer down), the Sept. for עֶבֶד, an attendant, servant: of God, spoken of Moses discharging the duties committed to him by God, διάκονος.)