γιορτάσι: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[γιορτή]], το [[πανηγύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εορτάσειν</i>, απρμφ. μέλλ. του [[εορτάζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιμίσι</i>, [[μεθύσι]]), με [[ανάπτυξη]] <i>j</i> από τη [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>εο</i> - (<b>[[πρβλ]].</b> [[εορτάζω]] -[[γιορτάζω]])].
|mltxt=το<br />η [[γιορτή]], το [[πανηγύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εορτάσειν</i>, απρμφ. μέλλ. του [[εορτάζω]] ([[πρβλ]]. <i>κοιμίσι</i>, [[μεθύσι]]), με [[ανάπτυξη]] <i>j</i> από τη [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>εο</i> - ([[πρβλ]]. [[εορτάζω]] -[[γιορτάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
η γιορτή, το πανηγύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτάσειν, απρμφ. μέλλ. του εορτάζω (πρβλ. κοιμίσι, μεθύσι), με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. εορτάζω -γιορτάζω)].