προσεκδεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosekdekteon | |Transliteration C=prosekdekteon | ||
|Beta Code=prosekdekte/on | |Beta Code=prosekdekte/on | ||
|Definition=(as if from | |Definition=(as if from *προσεκδέχομαι) [[one must understand]] a thing in a certain sense [[besides]], Sch.A.R.3.601. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεκδεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις [[προσέτι]] νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601. | |lstext='''προσεκδεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις [[προσέτι]] νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
(as if from *προσεκδέχομαι) one must understand a thing in a certain sense besides, Sch.A.R.3.601.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκδεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις προσέτι νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601.