λάριξ: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "<span class=sense><p><span class="bld">A<\/span> <b class='b2'>(.*)(<\/b>)" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=larix | |Transliteration C=larix | ||
|Beta Code=la/ric | |Beta Code=la/ric | ||
|Definition=ικος, ἡ, [[larch, Larix europaea]], | |Definition=ικος, ἡ, [[larch, Larix europaea]], Plin.''HN''16.43.<br><span class="bld">II</span> [[Venice turpentine]], [[terebinthina veneta]], Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = [[coagulum]], ''Glossaria'' [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ικος, ἡ, larch, Larix europaea, Plin.HN16.43.
II Venice turpentine, terebinthina veneta, Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = coagulum, Glossaria [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.]
German (Pape)
[Seite 16] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
larix arbuste ; mélèze Chantraine.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Greek (Liddell-Scott)
λάριξ: ἡ, εἶδος ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
Greek Monolingual
η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].