λεχώιος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6_15)
 
(1ba)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεχώιος''': -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[λεχώ]], λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν [[λεχώ]], κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς [[τέκνον]], Καλλ. εἰς Δία. 14.
|lstext='''λεχώιος''': -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[λεχώ]], λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν [[λεχώ]], κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς [[τέκνον]], Καλλ. εἰς Δία. 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεχώϊος]], -ον θηλ. και [[λεχωϊάς]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεχώος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεχώιος]], ον [from [[λεχώ]]<br />of or belonging to [[child]]-bed, δῶρα λεχ. presents made at the [[birth]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 03:20, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

λεχώιος: -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεχώ, λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν λεχώ, κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ τόπος ἔνθα ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς τέκνον, Καλλ. εἰς Δία. 14.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.

Middle Liddell

λεχώιος, ον [from λεχώ
of or belonging to child-bed, δῶρα λεχ. presents made at the birth, Anth.