κομιστέος: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=komisteos | |Transliteration C=komisteos | ||
|Beta Code=komiste/os | |Beta Code=komiste/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be gathered in]], καρπὸς οὐ κ. A.''Th.''600.<br><span class="bld">II</span> [[κομιστέον]], [[one must bring]], νέους εἰς δείματα κ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 413d.<br><span class="bld">2</span> [[one must carry]], Dsc.2.76.6.<br><span class="bld">3</span> [[one must remove]], [[draw off]], τὸ οὖρον διὰ τοῦ καθετῆρος Sor.2.59, cf.87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κομίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κομιστέος -α -ον, adj. verb. van κομίζω, op te halen:; καρπὸς οὐ κομιστέος de oogst moet niet opgehaald worden Aeschl. Sept. 600; n. onpers. -έον er moet gebracht worden. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κομιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να φροντίσει [[κάποιος]], αυτός που πρέπει να συγκεντρωθεί από κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κομιστέον</i>, αυτό που πρέπει να μεταφερθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κομιστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετον τοῦ [[κομίζω]], περὶ οὗ πρέπει τις νὰ φροντίσῃ, ὃν πρέπει τις νὰ συγκομίση, Αἰσχύλ. Θήβ. 600. 2) ὃν πρέπει τις νὰ φέρῃ, Διοσκ. 2. 89. ΙΙ. κομιστέον, πρέπει τις νὰ φέρῃ, νέους εἰς δείματα κ. Πλάτ. Πολ. 413D. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κομιστέος]], η, ον verb. adj.]<br /><b class="num">I.</b> to be taken [[care]] of, to be gathered in, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> κομιστέον, one must [[bring]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be gathered in, καρπὸς οὐ κ. A.Th.600.
II κομιστέον, one must bring, νέους εἰς δείματα κ. Pl.R. 413d.
2 one must carry, Dsc.2.76.6.
3 one must remove, draw off, τὸ οὖρον διὰ τοῦ καθετῆρος Sor.2.59, cf.87.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομιστέος -α -ον, adj. verb. van κομίζω, op te halen:; καρπὸς οὐ κομιστέος de oogst moet niet opgehaald worden Aeschl. Sept. 600; n. onpers. -έον er moet gebracht worden.
Greek Monotonic
κομιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός για τον οποίο πρέπει να φροντίσει κάποιος, αυτός που πρέπει να συγκεντρωθεί από κάποιον, σε Αισχύλ.
II. κομιστέον, αυτό που πρέπει να μεταφερθεί, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κομιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετον τοῦ κομίζω, περὶ οὗ πρέπει τις νὰ φροντίσῃ, ὃν πρέπει τις νὰ συγκομίση, Αἰσχύλ. Θήβ. 600. 2) ὃν πρέπει τις νὰ φέρῃ, Διοσκ. 2. 89. ΙΙ. κομιστέον, πρέπει τις νὰ φέρῃ, νέους εἰς δείματα κ. Πλάτ. Πολ. 413D.
Middle Liddell
κομιστέος, η, ον verb. adj.]
I. to be taken care of, to be gathered in, Aesch.
II. κομιστέον, one must bring, Plat.