ἀσυγκόμιστος: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσυγκόμιστος]], -ον) [[συγκομίζω]]<br /><i>ο</i> [[αμάζευτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσυγκόμιστος]], -ον) [[συγκομίζω]]<br /><i>ο</i> [[αμάζευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυγκόμιστος:''' -ον ([[συγκομίζω]]), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.
German (Pape)
[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: ἀ, συγκομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
no recogido καρπός X.Cyr.1.5.10, cf. PCair.Isidor.77.16 (IV d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) συγκομίζω
ο αμάζευτος.
Greek Monotonic
ἀσυγκόμιστος: -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.