ἐπισύλληψις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισύλληψις]], ἡ (Α)<br />η [[σύλληψη]] νέου εμβρύου από [[γυναίκα]] που [[είναι]] ήδη [[έγκυος]].
|mltxt=[[ἐπισύλληψις]], ἡ (Α)<br />η [[σύλληψη]] νέου εμβρύου από [[γυναίκα]] που [[είναι]] ήδη [[έγκυος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισύλληψις:''' εως ἡ эписиллепс, суперфетация, вторичное зачатие (после зачатия и до рождения первого плода) Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισύλληψις Medium diacritics: ἐπισύλληψις Low diacritics: επισύλληψις Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΗΨΙΣ
Transliteration A: episýllēpsis Transliteration B: episyllēpsis Transliteration C: episyllipsis Beta Code: e)pisu/llhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A second conception, Placit.5.10.3, Orib.22.7.2.

German (Pape)

[Seite 986] ἡ, die spätere, zweite Empfängniß, Schwangerwerden, Plut. plac. phil. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύλληψις: -εως, ἡ, δευτέρα σύλληψις, Λατ. superfoetatio, Πλούτ. 2. 906C, D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de concevoir durant une grossesse, superfétation.
Étymologie: ἐπισυλλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπισύλληψις, ἡ (Α)
η σύλληψη νέου εμβρύου από γυναίκα που είναι ήδη έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισύλληψις: εως ἡ эписиллепс, суперфетация, вторичное зачатие (после зачатия и до рождения первого плода) Arst., Plut.