μιτρηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιτρηφόρος]], ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μιτροφόρος]]. | |mltxt=[[μιτρηφόρος]], ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μιτροφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μιτρηφόρος:''' [[μιτροφόρος]], -ον, αυτός που φοράει [[μίτρα]] ή [[τουρμπάνι]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.
German (Pape)
[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.
Greek Monolingual
μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.
Greek Monotonic
μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.