μιτρηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιτρηφόρος]], ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μιτροφόρος]].
|mltxt=[[μιτρηφόρος]], ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μιτροφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιτρηφόρος:''' [[μιτροφόρος]], -ον, αυτός που φοράει [[μίτρα]] ή [[τουρμπάνι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιτρηφόρος Medium diacritics: μιτρηφόρος Low diacritics: μιτρηφόρος Capitals: ΜΙΤΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: mitrēphóros Transliteration B: mitrēphoros Transliteration C: mitriforos Beta Code: mitrhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.

German (Pape)

[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.

Greek Monolingual

μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.

Greek Monotonic

μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.