οδοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(28) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i> | |mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (το μέσ.) (για στρατό) [[ανοίγω]] δρόμο για να περάσω. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.