συναποκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ἀποκομίζω]]<br />[[παίρνω]] [[μαζί]] μου, [[μεταφέρω]] [[μαζί]] μου.
|mltxt=ΝΑ [[ἀποκομίζω]]<br />[[παίρνω]] [[μαζί]] μου, [[μεταφέρω]] [[μαζί]] μου.
}}
{{elru
|elrutext='''συναποκομίζω:''' уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκομίζω Medium diacritics: συναποκομίζω Low diacritics: συναποκομίζω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: synapokomízō Transliteration B: synapokomizō Transliteration C: synapokomizo Beta Code: sunapokomi/zw

English (LSJ)

   A carry away together, D.S.1.20, 3.15:— Pass., J.AJ14.4.5.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.

Russian (Dvoretsky)

συναποκομίζω: уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).