σφαχτάρι: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[σφάγιο]], σφαχτό<br /><b>2.</b> [[είδος]] φτυαριού χρησιμοποιούμενο για [[ανακίνηση]] τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαχτός]], -<i>ό</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεφτ</i>-<i>άρι</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[σφάγιο]], σφαχτό<br /><b>2.</b> [[είδος]] φτυαριού χρησιμοποιούμενο για [[ανακίνηση]] τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαχτός]], -<i>ό</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. [[θρεφτάρι]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. σφάγιο, σφαχτό
2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, -ό + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτάρι)].