βωμοειδής: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βωμοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ. | |lsmtext='''βωμοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βωμοειδής:''' подобный алтарю ([[τάφος]] τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like an altar, Plu.Them.32.
German (Pape)
[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.
Greek (Liddell-Scott)
βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.
Greek Monolingual
βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.
Greek Monotonic
βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βωμοειδής: подобный алтарю (τάφος τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.).