ἀπισόω: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπῐσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εξισώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] ίσο με, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ίσος]], εξισώνομαι, <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπῐσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εξισώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] ίσο με, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ίσος]], εξισώνομαι, <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπῐσόω:''' делать равным, уравнивать (τινά τινι Plut., Luc.): ἀπισοῦσθαί τινι τῇ ἀξίῃ Her. делаться равноценным чему-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A make equal, αὑτὸν ἀ. τοῖς κλιντῆρσιν, in reference to Procrustes, Plu.Thes. 11, cf. Luc.Pr.Im.13:—Pass., to be made equal, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων to their value, Hdt.4.196, cf. Sch.Il.Oxy.1086i 22 (in form ἀφ-).
German (Pape)
[Seite 291] ausgleichen, Her. 4, 196 u. Sp., z. B. Luc. Pro Imag. 13 Plut. Thes. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐσόω: ἐξισῶ , καθιστῶ ἴσον, αὑτὸν ἀπ. τοῖς κλιντῆρσιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Προκρούστην. Πλουτ. Θησ. 11· πρβλ. Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13: ― Παθ., γίνομαι ἴσος, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, πρὸς τὴν ἀξίαν τῶν φορτίων, Ἡρόδ. 4. 196.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égaler.
Étymologie: ἀπό, ἴσος.
Spanish (DGE)
• Grafía: tb. graf. ἀφ- POxy.1086.1.22
1 hacer del mismo tamaño, igualar ἀναγκάσας αὑτὸν ἀπισοῦν τοῖς κλιντῆρσιν Plu.Thes.11, cf. Luc.Pr.Im.13.
2 en v. pas. ser hecho igual, equivaler del oro τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων Hdt.4.196, cf. Sch.Er.Il.2.765 (p.165).
Greek Monotonic
ἀπῐσόω: μέλ. -ώσω, εξισώνω, καθιστώ κάτι ίσο με, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., γίνομαι ίσος, εξισώνομαι, τινί, με κάτι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῐσόω: делать равным, уравнивать (τινά τινι Plut., Luc.): ἀπισοῦσθαί τινι τῇ ἀξίῃ Her. делаться равноценным чему-л.