ἔδδεισα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(4)
(2)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔδδεισα:''' Επικ. αντί [[ἔδεισα]], αόρ. αʹ του [[δείδω]].
|lsmtext='''ἔδδεισα:''' Επικ. αντί [[ἔδεισα]], αόρ. αʹ του [[δείδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔδδεισα:''' Hom. aor. к [[δείδω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. poét. de δείδω.

Spanish (DGE)

v. δείδω.

Greek Monotonic

ἔδδεισα: Επικ. αντί ἔδεισα, αόρ. αʹ του δείδω.

Russian (Dvoretsky)

ἔδδεισα: Hom. aor. к δείδω.