φηλόω: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[εξαπατώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>φηλούμενοι</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''φηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[εξαπατώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>φηλούμενοι</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φηλόω:''' обманывать, вводить в заблуждение (φρένας Aesch.): γλώσσαις τινὸς φιλούμενοι Eur. обманутые чьими-л. лживыми речами. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A cheat, deceive, ἐφήλωσεν φρένας A.Ag.492; ἐπέεσσιν A.R.3.983; λώβαισι καὶ κλαυθμοῖσι Lyc.785, cf. Men.17:—Pass., γλώσσαις φηλούμενοι E.Supp.243.
German (Pape)
[Seite 1267] betrügen, täuschen; Aesch. Ag. 478 φῶς ἐφήλωσε φρένας; Eur. Suppl. 255; sp. D., wie Lycophr. 785 Ap. Rh. 3, 983; Mein. Men. p. 15.
Greek (Liddell-Scott)
φηλόω: ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τερπνὸν τόδ’ ἐλθὼν φῶς ἐφήλωσεν φρένας Αἰσχύλ. Ἀγ. 492· γλώσσαις πονηρῶν προστατῶν φηλούμενοι Εὐρ. Ἱκ. 243· φηλώσας πρόμον, δηλ. ἀπατήσας τὸν ἄρχοντα, Λυκόφρ. 785, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 983, Μένανδρ. ἐν «Ἀλιεῦσιν» 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tromper, voler.
Étymologie: φηλός.
Greek Monotonic
φηλόω: μέλ. -ώσω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Αισχύλ. — Παθ., φηλούμενοι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φηλόω: обманывать, вводить в заблуждение (φρένας Aesch.): γλώσσαις τινὸς φιλούμενοι Eur. обманутые чьими-л. лживыми речами.