νομοδιδάκτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομοδῐδάκτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''νομοδῐδάκτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νομοδῐδάκτης:''' ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδῐδάκτης Medium diacritics: νομοδιδάκτης Low diacritics: νομοδιδάκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΙΔΑΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodidáktēs Transliteration B: nomodidaktēs Transliteration C: nomodidaktis Beta Code: nomodida/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = sq., Id.Cat.Ma.20, Artem.2.29.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.

Greek Monolingual

νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.

Greek Monotonic

νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νομοδῐδάκτης: ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.