παρακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακᾰλύπτω:''' закрывать, скрывать, прятать (τὸ [[ῥῆμα]] παρακεκαλυμμένον [[ἀπό]] τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ [[δεινόν]] Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰλύπτω Medium diacritics: παρακαλύπτω Low diacritics: παρακαλύπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: parakalýptō Transliteration B: parakalyptō Transliteration C: parakalypto Beta Code: parakalu/ptw

English (LSJ)

   A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.

German (Pape)

[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.

French (Bailly abrégé)

couvrir, cacher;
Moy. παρακαλύπτομαι;
I. tr. voiler : τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;
II. intr. 1 se voiler pour porter le deuil;
2 se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux ou se voiler le visage en face du danger.
Étymologie: παρά, καλύπτω.

English (Strong)

from παρά and καλύπτω; to cover alongside, i.e. veil (figuratively): hide.

English (Thayer)

to cover over, cover up, hide, conceal: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it was concealed from them), a Hebraism, on which see in ἀποκρύπτω, b.), Plato, Plutarch, others).

Greek Monolingual

Α
(συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι
1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου
3. αδιαφορώ
4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ).

Greek Monotonic

παρακᾰλύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω κρεμώντας κάτι δίπλα, σκεπάζω, κρύβω, σε Πλούτ. — Μέσ., καλύπτω το πρόσωπο κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παρακᾰλύπτω: закрывать, скрывать, прятать (τὸ ῥῆμα παρακεκαλυμμένον ἀπό τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ δεινόν Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.