συλήτειρα: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>f. de</i> [[συλήτωρ]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>f. de</i> [[συλήτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].
Greek Monotonic
σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. συλητήρ, κλέφτρα, αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σῡλήτειρα: ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλήτειρα -ας, ἡ [συλάω] roofster, plunderaarster.