βωμοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βωμοειδής:''' подобный алтарю ([[τάφος]] τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.). | |elrutext='''βωμοειδής:''' [[подобный алтарю]] ([[τάφος]] τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A like an altar, Plu.Them.32.
German (Pape)
[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.
Greek (Liddell-Scott)
βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.
Greek Monolingual
βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.
Greek Monotonic
βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βωμοειδής: подобный алтарю (τάφος τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.).