πενθήρης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πενθήρης:''' печальный, скорбящий Eur. | |elrutext='''πενθήρης:''' [[печальный]], [[скорбящий]] Eur. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:35, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A lamenting, mourning, E.Ph.323 codd., Tr.141 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 555] ες, klagend, trauernd, κουρᾷ ξυρήκει πενθήρει, Eur. Troad. 141, vgl. Phoen. 327.
Greek (Liddell-Scott)
πενθήρης: -ες, πλήρης πένθους, πενθῶν, ἐσχηματίσθη ὡς τὸ φρενήρης, κτλ., Εὐρ. Φοίν. 323, Τρῳ. 141.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de deuil, qui est dans le deuil.
Étymologie: πένθος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
ο πλήρης πένθους, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. μον-ήρης)].
Greek Monotonic
πενθήρης: -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πενθήρης: печальный, скорбящий Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθήρης -ες [πένθος, ἀραρίσκω] vol verdriet.