τεχναστός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τεχναστός:''' сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, [[ὥσπερ]] τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.
|elrutext='''τεχναστός:''' сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, [[ὥσπερ]] τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχναστός Medium diacritics: τεχναστός Low diacritics: τεχναστός Capitals: ΤΕΧΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: technastós Transliteration B: technastos Transliteration C: technastos Beta Code: texnasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made by art, Id.PA639b25, al.

German (Pape)

[Seite 1102] adj. verb. von τεχνάζω, durch Kunst od. List gemacht, Arist. partt. an. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τεχναστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, τεχνητός, ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῖς, οἷον οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεχνάζω
ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

τεχναστός: сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, ὥσπερ τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.