ἀπισόω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπῐσόω''': ἐξισῶ , καθιστῶ ἴσον, αὑτὸν ἀπ. τοῖς κλιντῆρσιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Προκρούστην. Πλουτ. Θησ. 11· πρβλ. Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]], τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, πρὸς τὴν ἀξίαν τῶν φορτίων, Ἡρόδ. 4. 196.
|lstext='''ἀπῐσόω''': ἐξισῶ, καθιστῶ ἴσον, αὑτὸν ἀπ. τοῖς κλιντῆρσιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Προκρούστην. Πλουτ. Θησ. 11· πρβλ. Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]], τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, πρὸς τὴν ἀξίαν τῶν φορτίων, Ἡρόδ. 4. 196.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῐσόω Medium diacritics: ἀπισόω Low diacritics: απισόω Capitals: ΑΠΙΣΟΩ
Transliteration A: apisóō Transliteration B: apisoō Transliteration C: apisoo Beta Code: a)piso/w

English (LSJ)

A make equal, αὑτὸν ἀ. τοῖς κλιντῆρσιν, in reference to Procrustes, Plu.Thes. 11, cf. Luc.Pr.Im.13:—Pass., to be made equal, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων to their value, Hdt.4.196, cf. Sch.Il.Oxy.1086i 22 (in form ἀφ-).

German (Pape)

[Seite 291] ausgleichen, Her. 4, 196 u. Sp., z. B. Luc. Pro Imag. 13 Plut. Thes. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐσόω: ἐξισῶ, καθιστῶ ἴσον, αὑτὸν ἀπ. τοῖς κλιντῆρσιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Προκρούστην. Πλουτ. Θησ. 11· πρβλ. Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13: ― Παθ., γίνομαι ἴσος, τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, πρὸς τὴν ἀξίαν τῶν φορτίων, Ἡρόδ. 4. 196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égaler.
Étymologie: ἀπό, ἴσος.

Spanish (DGE)

• Grafía: tb. graf. ἀφ- POxy.1086.1.22
1 hacer del mismo tamaño, igualar ἀναγκάσας αὑτὸν ἀπισοῦν τοῖς κλιντῆρσιν Plu.Thes.11, cf. Luc.Pr.Im.13.
2 en v. pas. ser hecho igual, equivaler del oro τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων Hdt.4.196, cf. Sch.Er.Il.2.765 (p.165).

Greek Monotonic

ἀπῐσόω: μέλ. -ώσω, εξισώνω, καθιστώ κάτι ίσο με, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., γίνομαι ίσος, εξισώνομαι, τινί, με κάτι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῐσόω: делать равным, уравнивать (τινά τινι Plut., Luc.): ἀπισοῦσθαί τινι τῇ ἀξίῃ Her. делаться равноценным чему-л.

Middle Liddell


to make equal, τινά τινι Plut.:—Pass. to be made equal, τινί to a thing, Hdt.