δημοτεύομαι: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δημοτεύομαι:''' принадлежать к дему Plat., Dem.: [[ἠρόμην]] [[ὁπόθεν]] δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема. | |elrutext='''δημοτεύομαι:''' [[принадлежать к дему]] Plat., Dem.: [[ἠρόμην]] [[ὁπόθεν]] δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren. | |elnltext=δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
Pass., A to be a δημότης, ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys.23.2, cf. Antipho Fr.65, D.57.49.
German (Pape)
[Seite 565] dep. med., zu einem Demos gehörent ὁπόθεν δημοτεύει Plat. Legg. VI, 753 c; Lys. 22, 2; B. A. 186 τὸ ἐγγράφεσθαι εἰς ἕνα τῶν δήμων; die Antwort ist z. B. Δεκελειόθεν. So Dem. – Sp. auch act.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτεύομαι: παθ., εἶμαι δημότης, ἠρόμην ὁπόθε δημοτεύοιτο Λυσ. 166. 33 κἑξ., πρβλ. Δημ. 1314. 9. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῶν φατριῶν τοῦ Ἱπποδρόμου, Βυζ.· πρβλ. δημοκρατέομαι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
appartenir à un dème.
Étymologie: δημότης.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. δαμ- BCH 50.1926.17.24 (Delfos IV a.C.)
1 pertenecer a un demo γράψαντα τοὔνομα ... δήμου ὁπόθεν ἂν δημοτεύηται Pl.Lg.753c, cf. Lys.23.2, Antipho Fr.65, D.44.39, 57.49.
2 ser simple ciudadano op. δαμιοργέω ‘ejercer un cargo público’ BCH l.c., cf. Hsch.
3 emplear la lengua común ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος como se diría vulgarmente Eust.828.35.
Greek Monolingual
δημοτεύομαι (Α) (Μ δημοτεύω) δημότης
μσν.
ασκώ επιρροή στον δήμο (του ιπποδρόμου), εξεγείρω σε στάση
αρχ.
είμαι δημότης.
Russian (Dvoretsky)
δημοτεύομαι: принадлежать к дему Plat., Dem.: ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren.