ἐρεθίζω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρεθίζω:''' дор. [[ἐρεθίσδω]] (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐρεθίζω:''' дор. [[ἐρεθίσδω]] (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)<br /><b class="num">1</b> [[раздражать]] (τινὰ κερτομίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.);<br /><b class="num">2</b> [[дразнить]], [[беспокоить]] (κύνας τ᾽ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν [[πολέμιον]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[сердить]], [[возмущать]] (Μούσας Soph.);<br /><b class="num">4</b> [[возбуждать]], [[волновать]] (φρένας Aesch.; τὴν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[приводить в движение]] (χορούς Eur.): [[πνεῦμα]] ἠρεθισμένον Eur. ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка;<br /><b class="num">6</b> [[вызывать]], [[разжигать]] (τὸ φονικὸν καὶ [[θηριῶδες]] Plut.): ἐ. τινά Hom. разжигать чье-л. любопытство;<br /><b class="num">7</b> [[раздувать]] ([[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.);<br /><b class="num">8</b> [[растравлять]], [[бередить]] ([[ἕλκος]] ἠρεθισμένον Polyb.);<br /><b class="num">9</b> [[манить]], [[звать]] ([[κρήνη]] ἐρεθίζει Anacr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:31, 25 November 2022
English (LSJ)
Ep.inf.
A ἐρεθιζέμεν Il.4.5: impf. ἠρέθιζον S.Ant.965 (lyr.), Ep. ἐρεθίζω Il.5.419: fut. ἐρεθίσω Gal.1.385, ἐρεθιῶ Hp.Mochl.2, Plb.13.4.2: aor.1 ἠρέθισα D.H.3.72; poet. ἐρέθισα A.Pr.183(lyr.), inf. ἐρεθίξαι AP12.37 (Diosc.): pf. ἠρέθικα Aeschin.2.37:—Pass., aor. 1 ἠρεθίσθην, part. ἐρεθισθείς Hdt.6.40, D.H.4.57: pf. ἠρέθισμαι Hp. (v. infr.), etc.: (ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32; κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658; ἐρεθίζω τοὺς Πέρσας Hdt.3.146; φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant.965(lyr.); ὥσπερ σφηκιὰν ἐρεθίζω τινά Ar. Lys.475; χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802; πὺξ ἐρεθίζειν = challenge to a boxing-match, Theoc.22.2; provoke to curiosity, μητέρα σήν Od.19.45: generally, excite, chafe, φρένας ἐρεθίζει φόβος A.Pr.183(lyr.); of physical irritation, Hp.Mochl.2; βῆχες βραχέα ἐρεθίζουσαι = causing brief irritation, Id.Aph.4.54: metaph., ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba.148 (lyr.); ἐρεθίζω μάγαδιν to touch it, Telest.4; φλόγα Hld.8.9; τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—Pass., to be provoked, be excited, ὑπό τινος Hdt.6.40, cf. Ar.V.1104; ἠρεθισμένος = under provocation, Men.574; ὀργῇ χεῖρας ἐρεθισμένας Euphro8.3; of love, τοῖς νέοισιν ἐρεθισμένος Timocl.30; of fire, φέψαλος.. ἐρεθιζόμενος..ῥιπίδι Ar. Ach.669 (lyr.); αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῇ A.Pr.1045 (anap.); πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med.1119; ἕλκος ἠρεθισμένον irritated, Hp.Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6; ὀσμὴ ἐρεθισμένη Eub.75.9; ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22.
II abs., to be quarrelsome or be perverse, Ph.1.359.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠρέθιζον, f. ἐρεθίσω, att. et ion. ἐρεθιῶ ; ao. ἠρέθισα, pf. ἠρέθικα;
Pass. ao. ἠρεθίσθην, pf. ἠρέθισμαι, pqp. ἠρεθίσμην;
1 provoquer au combat, provoquer;
2 en gén. exciter : τινα, la curiosité de qqn ; φρένας ESCHL l'esprit.
Étymologie: ἐρέθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεθίζω: дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)
1 раздражать (τινὰ κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.);
2 дразнить, беспокоить (κύνας τ᾽ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν πολέμιον Plut.);
3 сердить, возмущать (Μούσας Soph.);
4 возбуждать, волновать (φρένας Aesch.; τὴν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.);
5 приводить в движение (χορούς Eur.): πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка;
6 вызывать, разжигать (τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plut.): ἐ. τινά Hom. разжигать чье-л. любопытство;
7 раздувать (φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.);
8 растравлять, бередить (ἕλκος ἠρεθισμένον Polyb.);
9 манить, звать (κρήνη ἐρεθίζει Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω Θεόκρ.: Ἐπικ. ἀπαρ. -ιζέμεν Ἰλ. Δ. 5: παρατ. ἠρέθιζον Σοφ. Ἀντ. 965 (Λυρ.), Ἐπικ. ἐρέθιζον Ἰλ. Ε· 419: - μέλλ. -ίσω Γαλην., ιῶ Ἱππ. 845F: - ἀόρ. ἠρέθισα Διον. Ἁλ. 3. 72· ποιητ. ἐρέθισε (Turnebus: ἠρέθισε κῶδ.) Αἰσχύλ. Πρ. 181 (χορ.), ἀπαρ. ἐρεθίξαι Ἀνθ. Π. 12. 37: - πρκμ. ἠρέθικα Αἰσχίν. 33. 11: - Παθ. ἀόρ. ἠρεθίσθην, μετοχ. ἐρεθισθεὶς Ἡρόδ. 6, 40, Διον. Ἁλ.: πρκμ. ἠρέθισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐρέθω). Διεγείρω, παροξύνω εἰς ὀργήν, εἰς πόλεμον, εἰς μάχην, ἐρεθίζω, Λατ. provocare, ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Α. 32, Ε. 419, κτλ.· ἐρ. κερτομίοις ἐπέεσσι Δ. 5· κύνας τ’ ἄνδρας τε, ἐπὶ λέοντος, Ρ. 658· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. (πλὴν ἐν Τ. 45, ὄφρα κε… μητέρα σὴν ἐρεθίζω, ἐρεθίζω τὴν περιέργειαν αὐτῆς)· ἐρ. τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· φιλαύλους τ’ ἠρ. Μούσας Σοφ. Ἀντ. 965· ὥσπερ σφηκιὰν ἐρ. τινὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 475· χεῖρον… ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Μένανδρ. ἐν Ἀδηλ. 258: - μεταγεν., καθόλου, διεγείρω, ἐξάπτω, φόβος ἐρ. φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 181· μεταφ., ἐρ. χοροὺς Εὐρ. Βάκχ. 148· ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, ἐρέθιζε μάγαδιν, ἔγγιζε, Τελέστης παρ’ Ἀθην. 637Α· τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Πλούτ. 2. 822C· ἀλλ’ ἐν Θεοκρ. 22. 2, πὺξ ἐρ., φαίνεται ἁπλῶς = ἐρίζειν: - Παθ. ἐρεθίζομαι, διεγείρομαι· ὑπό τινος Ἡρόδ. 6. 40, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1104· ἐπὶ τοῦ πυρός, φέψαλος… ἐρεθιζόμενος… ῥιπίδι Ἀριστοφ. Ἀχ. 669· αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῇ Αἰσχύλ. Πρ. 1045· πνεῦμα ἠρεθισμένον, ἐπί τινος τρέχοντος ἑως οὗ κοπῇ ἡ ἀναπνοὴ αὐτοῦ, Ευρ. Μήδ. 1119· ἐπὶ βηχός, Ἱππ. Ἀφ. 1251· ἕλκος ἠρεθισμένον, πεφλογισμένον, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 768, Πολύβ. 1. 81, 6· ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Λουκ. Ἔρωτ. 22.
English (Autenrieth)
= ἐρέθω, Α 32, Il. 24.560.
English (Slater)
ἐρεθίζω provoke pass., cf. Borthwick, C. Q., 1967, 110 ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰν ( I am provoked to song ) fr. 140b. 14.
English (Strong)
from a presumed prolonged form of ἔρις; to stimulate (especially to anger): provoke.
English (Thayer)
1st aorist ἠρεθισα; (ἐρέθω to excite); to stir up, excite, stimulate: τινα, in a good sense, Homer down, in a bad sense, to provoke: παροργίζετε.
Greek Monolingual
(AM ἐρεθίζω)
1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.)
2. (για όργανα του σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα»)
3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)
4. προκαλώ, εντείνω, γαργαλίζω την οσμή ή την όρεξη («το ούζο ερεθίζει την όρεξη»)
5. παθ. ερεθίζομαι
α) εξάπτομαι, γίνομαι εριστικός, οργίζομαι
β) γίνομαι εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῦμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη αναπνοή, Ευρ.)
γ) διεγείρομαι ερωτικά
αρχ.-μσν.
παροτρύνω, ενθουσιάζω («Ἔρως γάρ θεῖος ἠρέθιζε, μάκαρ, τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)
αρχ.
1. παροξύνω σε οργή, σε πόλεμο, σε μάχη
2. παρακινώ σε άμιλλα («ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)
3. φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν», ΚΔ)
4. (για μουσ. όργανο) χτυπώ τις χορδές για να ακουστεί ήχος («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την άρπα, Τελέστ.)
5. προσελκύω, θέλγω
6. κινώ την περιέργεια κάποιου
7. (μτχ. μέσ. ενεστ.) ἐρεθιζόμενος, -η, -ον («φέψαλος ἐρεθιζόμενος» — σπινθήρας που άναψε ξανά, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερέθω].
Greek Monotonic
ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω, Επικ. απαρ. -ιζέμεν, παρατ. ἠρέθιζον, Επικ. ἐρ-, αόρ. αʹ ἠρέθισα, ποιητ. ἔρ-· παρακ. ἠρέθικα — Παθ., αόρ. αʹ ἠρεθίσθην, παρακ. ἠρέθισμαι (ἐρέθω)· εξοργίζω, εξωθώ σε οργή, ερεθίζω, διεγείρω, προκαλώ σε μάχη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· κινώ, διεγείρω, εξάπτω την περιέργεια, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἐρ. χορούς, τους προκαλώ, τους εμπνέω, σε Ευρ. — Παθ., προκαλούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για τη φωτιά, φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι, σπίθα που ανάβει από τα φυσερά, στον ίδ.· αἰθὴρἐρεθιζέσθω βροντῇ, σε Αισχύλ.· λέγεται για κάποιον που του έχει κοπεί η αναπνοή, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐρέθω
to rouse to anger, rouse to fight, irritate, Hom., Hdt., etc.: to provoke to curiosity, Od.; metaph., ἐρ. χορούς to stir them, Eur.:—Pass. to be provoked, excited, Hdt., Ar.; of fire, φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι a spark kindled by the bellows, Ar.; αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῆι Aesch.; of one who is out of breath, Eur.
Chinese
原文音譯:™req⋯zw 誒雷提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:爭吵
字義溯源:激勵,激動,惹動,喚醒,引起,激怒,刺激,惹;源自(ἔρις)*=爭論)。
同義字:1) (ἐρεθίζω)激勵 2) (παραπικραίνω)惹人發怒 3) (προκαλέω)喚起
出現次數:總共(2);林後(1);西(1)
譯字彙編:
1) 惹動(1) 西3:21;
2) 激動了(1) 林後9:2
Mantoulidis Etymological
(=ξεσηκώνω). Ἀπό τό ρῆμα ἐρέθω (ἀπό τό ἔρις) ἤ ἀπό τό ὄρνυμι μέ κατάληξη -ίζω (ἐρεθίδ-jω→ ἐρεθίζω).
Παράγωγα: ἐρέθισμα, ἐρεθισμός, ἐρεθιστέον, ἐρεθιστής, ἐρεθιστικός.
French (New Testament)
exaspérer ; stimuler
German (Pape)
(vgl. ἔρις, ἐρέθω), reizen, aufreizen, bes. zum Zorn und Kampf, Il. 1.32, 17.658; κερτομίοις ἔπεσί τινα, durch Schmähreden aufbringen, 5.419; zur Neugier reizen, neugierig machen, Od. 19.45; Pind. frg. 259; Tragg. ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέθισε διάτορος φόβος Aesch. Prom. 181; φιλαύλους μούσας Soph. Ant. 965; χορούς Eur. Bacch. 148; οὐδὲν ἡμῶν ζῷον ἠρεθισμένον μᾶλλον ὀξύθυμόν ἐστι Ar. Vesp. 1104, vgl. Lys. 476; Σκύθαι ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her. 6.40– anfachen, φέψαλος ἐρεθιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar. Ach. 669, τὴν φλόγα ἐρ. Hel.8.9, πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. Med. 1119, das durch das Laufen verursachte schnelle Atmen, Keuchen, – anlocken, κρήνη ἐρεθίζει Anacr. 17.14, – μάγαδιν, schlagen, spielen, Telezt. bei Ath. XIV.637.a.