ἐπιλεαίνω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] überglätten, ὥςπερ οἱ λιθοξόοι τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα ἀγάλματα ἐπιλεαίνοντες καὶ γανοῦντες Plut. discr. am. et adul. E. – Übertr., τὴν γνώμην, die Meinung überglätten u. annehmlicher machen, Her. 7, 9, vgl. 8, 142; mildern, besänftigen, Plut. öfter., Luc. Nav. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] überglätten, ὥσπερ οἱ λιθοξόοι τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα ἀγάλματα ἐπιλεαίνοντες καὶ γανοῦντες Plut. discr. am. et adul. E. – Übertr., τὴν γνώμην, die Meinung überglätten u. annehmlicher machen, Her. 7, 9, vgl. 8, 142; mildern, besänftigen, Plut. öfter., Luc. Nav. 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:27, 29 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλεαίνω Medium diacritics: ἐπιλεαίνω Low diacritics: επιλεαίνω Capitals: ΕΠΙΛΕΑΙΝΩ
Transliteration A: epileaínō Transliteration B: epileainō Transliteration C: epileaino Beta Code: e)pileai/nw

English (LSJ)

A smooth over, Plu.2.74d; τὰ ἄκρα τῶν βλεφάρων, of light sleep, Hld.2.16: metaph., ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, i.e. making it plausible, Hdt.7.10; τὸ φαῦλον καὶ ἀγεννὲς τῶν διηγημάτων Jul.Or.3.111d. II. chew, τροφήν Ph.1.63, al.: metaph., λόγον ib. 180.

German (Pape)

[Seite 957] überglätten, ὥσπερ οἱ λιθοξόοι τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα ἀγάλματα ἐπιλεαίνοντες καὶ γανοῦντες Plut. discr. am. et adul. E. – Übertr., τὴν γνώμην, die Meinung überglätten u. annehmlicher machen, Her. 7, 9, vgl. 8, 142; mildern, besänftigen, Plut. öfter., Luc. Nav. 6.

French (Bailly abrégé)

polir ; fig. aplanir, adoucir, rendre plausible.
Étymologie: ἐπί, λεαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλεαίνω:
1 делать гладким, разглаживать (τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.);
2 перен. сглаживать, смягчать (τὴν γνώμην τινός Her.; ταύτην τὴν ἀτοπίαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλεαίνω: καθιστῶ τι λεῖον, Πλούτ. 2. 75B· μεταφ., ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, δηλ. καταστήσας αὐτὴν ἀποδεκτήν, παραδεκτήν, Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. 8. 142, καὶ λεαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιλεαίνω (Α)
1. καθιστώ κάτι λείο
2. καθιστώ κάτι αποδεκτό, παραδεκτό («ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεαίνω «λειαίνω»].

Greek Monotonic

ἐπιλεαίνω: αόρ. αʹ -ελέηνα, λειαίνω κάτι, ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, δηλ. κάνοντάς την αποδεκτή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

aor1 -ελέηνα
to smoothe over, ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, i. e. making it plausible, Hdt.