λάριξ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class=sense><p><span class="bld">A<\/span> <b class='b2'>(.*)(<\/b>)" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=larix | |Transliteration C=larix | ||
|Beta Code=la/ric | |Beta Code=la/ric | ||
|Definition=ικος, ἡ, [[larch, Larix europaea]], | |Definition=ικος, ἡ, [[larch, Larix europaea]], Plin.''HN''16.43.<br><span class="bld">II</span> [[Venice turpentine]], [[terebinthina veneta]], Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = [[coagulum]], ''Glossaria'' [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ικος, ἡ, larch, Larix europaea, Plin.HN16.43.
II Venice turpentine, terebinthina veneta, Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = coagulum, Glossaria [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.]
German (Pape)
[Seite 16] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
larix arbuste ; mélèze Chantraine.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Greek (Liddell-Scott)
λάριξ: ἡ, εἶδος ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
Greek Monolingual
η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].