καταλάμπω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλάμπω''': μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, [[λάμπω]] ἐπί τινος ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., ὦν ὁ [[ἥλιος]] καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, [[φωτίζω]], Πλουτ. Κικ. 22· [[ἡμέρα]] κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., [[λάμπω]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ [[κόρη]] τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ. | |lstext='''καταλάμπω''': μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, [[λάμπω]] ἐπί τινος ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., ὦν ὁ [[ἥλιος]] καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, [[φωτίζω]], Πλουτ. Κικ. 22· [[ἡμέρα]] κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., [[λάμπω]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ [[κόρη]] τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> verser sa lumière sur, éclairer d’en haut, gén.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> briller, resplendir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λάμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R.508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22; ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24, cf. Luc.Prom.19:—Pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7, cf. E.Tr.1070(lyr.), Ion87(anap.). II abs., shine, of the sun, Hp.Aër.5, E.El.464(lyr.), v.l. in h.Merc.141.
German (Pape)
[Seite 1359] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.
Greek (Liddell-Scott)
καταλάμπω: μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, λάμπω ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., ὦν ὁ ἥλιος καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, φωτίζω, Πλουτ. Κικ. 22· ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., λάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ κόρη τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. verser sa lumière sur, éclairer d’en haut, gén.;
2 intr. briller, resplendir.
Étymologie: κατά, λάμπω.