λύγδινος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27. | |lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />de marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem. 2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.
German (Pape)
[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
Greek (Liddell-Scott)
λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.