ἐπισύλληψις: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de concevoir durant une grossesse, superfétation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισυλλαμβάνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de concevoir durant une grossesse, superfétation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισυλλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπισύλληψις]], ἡ (Α)<br />η [[σύλληψη]] νέου εμβρύου από [[γυναίκα]] που [[είναι]] ήδη [[έγκυος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A second conception, Placit.5.10.3, Orib.22.7.2.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, die spätere, zweite Empfängniß, Schwangerwerden, Plut. plac. phil. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισύλληψις: -εως, ἡ, δευτέρα σύλληψις, Λατ. superfoetatio, Πλούτ. 2. 906C, D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de concevoir durant une grossesse, superfétation.
Étymologie: ἐπισυλλαμβάνω.
Greek Monolingual
ἐπισύλληψις, ἡ (Α)
η σύλληψη νέου εμβρύου από γυναίκα που είναι ήδη έγκυος.