δημοτεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δαμ- <i>BCH</i> 50.1926.17.24 (Delfos IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[pertenecer a un demo]] γράψαντα τοὔνομα ... δήμου ὁπόθεν ἂν δημοτεύηται Pl.<i>Lg</i>.753c, cf. Lys.23.2, Antipho <i>Fr</i>.65, D.44.39, 57.49.<br /><b class="num">2</b> [[ser simple ciudadano]] op. δαμιοργέω ‘ejercer un cargo público’ <i>BCH</i> l.c., cf. Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[emplear la lengua común]] ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος como se diría vulgarmente</i> Eust.828.35.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δαμ- <i>BCH</i> 50.1926.17.24 (Delfos IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[pertenecer a un demo]] γράψαντα τοὔνομα ... δήμου ὁπόθεν ἂν δημοτεύηται Pl.<i>Lg</i>.753c, cf. Lys.23.2, Antipho <i>Fr</i>.65, D.44.39, 57.49.<br /><b class="num">2</b> [[ser simple ciudadano]] op. δαμιοργέω ‘ejercer un cargo público’ <i>BCH</i> l.c., cf. Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[emplear la lengua común]] ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος como se diría vulgarmente</i> Eust.828.35.
}}
{{grml
|mltxt=[[δημοτεύομαι]] (Α) (Μ δημοτεύω) [[δημότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασκώ]] [[επιρροή]] στον δήμο (του ιπποδρόμου), [[εξεγείρω]] σε [[στάση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[δημότης]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτεύομαι Medium diacritics: δημοτεύομαι Low diacritics: δημοτεύομαι Capitals: ΔΗΜΟΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: dēmoteúomai Transliteration B: dēmoteuomai Transliteration C: dimoteyomai Beta Code: dhmoteu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be a δημότης, ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys.23.2, cf. Antipho Fr.65, D.57.49.

German (Pape)

[Seite 565] dep. med., zu einem Demos gehörent ὁπόθεν δημοτεύει Plat. Legg. VI, 753 c; Lys. 22, 2; B. A. 186 τὸ ἐγγράφεσθαι εἰς ἕνα τῶν δήμων; die Antwort ist z. B. Δεκελειόθεν. So Dem. – Sp. auch act.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτεύομαι: παθ., εἶμαι δημότης, ἠρόμην ὁπόθε δημοτεύοιτο Λυσ. 166. 33 κἑξ., πρβλ. Δημ. 1314. 9. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῶν φατριῶν τοῦ Ἱπποδρόμου, Βυζ.· πρβλ. δημοκρατέομαι ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
appartenir à un dème.
Étymologie: δημότης.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δαμ- BCH 50.1926.17.24 (Delfos IV a.C.)
1 pertenecer a un demo γράψαντα τοὔνομα ... δήμου ὁπόθεν ἂν δημοτεύηται Pl.Lg.753c, cf. Lys.23.2, Antipho Fr.65, D.44.39, 57.49.
2 ser simple ciudadano op. δαμιοργέω ‘ejercer un cargo público’ BCH l.c., cf. Hsch.
3 emplear la lengua común ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος como se diría vulgarmente Eust.828.35.

Greek Monolingual

δημοτεύομαι (Α) (Μ δημοτεύω) δημότης
μσν.
ασκώ επιρροή στον δήμο (του ιπποδρόμου), εξεγείρω σε στάση
αρχ.
είμαι δημότης.