λάριξ: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[λάριξ]], -ικος)<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή [[κορυφή]] και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ικος, ἡ,
A larch, Larix europaea, Plin.HN16.43. II Venice turpentine, terebinthina veneta, Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = coagulum, Gloss. [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.]
German (Pape)
[Seite 16] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λάριξ: ἡ, εἶδος ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
larix arbuste ; mélèze Chantraine.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].