βωμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βωμοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με βωμό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βωμοειδής]] [[τάφος]]» — [[πέτρινος]] [[τάφος]] σε [[σχήμα]] βωμού.
|mltxt=[[βωμοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με βωμό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βωμοειδής]] [[τάφος]]» — [[πέτρινος]] [[τάφος]] σε [[σχήμα]] βωμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βωμοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμοειδής Medium diacritics: βωμοειδής Low diacritics: βωμοειδής Capitals: ΒΩΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: bōmoeidḗs Transliteration B: bōmoeidēs Transliteration C: vomoeidis Beta Code: bwmoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like an altar, Plu.Them.32.

German (Pape)

[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.

Greek (Liddell-Scott)

βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.

Greek Monolingual

βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.

Greek Monotonic

βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.