δεδάασθαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(big3_10)
(3)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[δαῆναι]].
|dgtxt=v. [[δαῆναι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεδάασθαι:''' Επικ. Μέσ. ενεστ. του <i>*δάω</i>· -[[δέδαα]], παρακ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.

French (Bailly abrégé)

v. *δάω.

Spanish (DGE)

v. δαῆναι.

Greek Monotonic

δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.