ἐπικυΐσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(13)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικυΐσκομαι]] (Α) [[κυώ]]<br />(για έγκυο) [[συλλαμβάνω]] νέο [[έμβρυο]] στη [[μήτρα]].
|mltxt=[[ἐπικυΐσκομαι]] (Α) [[κυώ]]<br />(για έγκυο) [[συλλαμβάνω]] νέο [[έμβρυο]] στη [[μήτρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικυΐσκομαι:''' Παθ., [[εγκυμονώ]], [[κυοφορώ]] εκ νέου, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικῠΐσκομαι Medium diacritics: ἐπικυΐσκομαι Low diacritics: επικυΐσκομαι Capitals: ΕΠΙΚΥΪΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: epikyḯskomai Transliteration B: epikuiskomai Transliteration C: epikyiskomai Beta Code: e)pikui/+skomai

English (LSJ)

   A become doubly pregnant, i.e. pregnant again before the first foetus is born, Hdt.3.108, Hp.Superf.1, Arist. GA773b28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐπικυέω.

Greek Monolingual

ἐπικυΐσκομαι (Α) κυώ
(για έγκυο) συλλαμβάνω νέο έμβρυο στη μήτρα.

Greek Monotonic

ἐπικυΐσκομαι: Παθ., εγκυμονώ, κυοφορώ εκ νέου, σε Ηρόδ.