ἐρεθίζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐρεθίζω]])<br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εξάπτω]], [[εκνευρίζω]] («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[αυξάνω]] την [[πάθηση]], [[προκαλώ]] [[φλόγωση]], ερεθισμό («αυτή η [[αλοιφή]] μού ερέθισε το [[τραύμα]]»)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] ερωτική [[διέγερση]] («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[εντείνω]], [[γαργαλίζω]] την [[οσμή]] ή την όρεξη («το [[ούζο]] ερεθίζει την όρεξη»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ερεθίζομαι</i><br />α) εξάπτομαι, [[γίνομαι]] [[εριστικός]], οργίζομαι<br />β) [[γίνομαι]] εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῡμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη [[αναπνοή]], <b>Ευρ.</b>)<br />γ) διεγείρομαι ερωτικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παροτρύνω]], [[ενθουσιάζω]] («Ἔρως γάρ θεῑος ἠρέθιζε, [[μάκαρ]], τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παροξύνω]] σε [[οργή]], σε πόλεμο, σε [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]] σε [[άμιλλα]] («ὁ ἐξ ὑμῶν [[ζῆλος]] ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ [[τέκνα]] ὑμῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για μουσ. όργανο) [[χτυπώ]] τις χορδές για να ακουστεί [[ήχος]] («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την [[άρπα]], Τελέστ.)<br /><b>5.</b> [[προσελκύω]], [[θέλγω]]<br /><b>6.</b> [[κινώ]] την [[περιέργεια]] κάποιου<br /><b>7.</b> (μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>ἐρεθιζόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> («[[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος» — [[σπινθήρας]] που άναψε [[ξανά]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ερέθω]]].
|mltxt=(AM [[ἐρεθίζω]])<br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εξάπτω]], [[εκνευρίζω]] («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[αυξάνω]] την [[πάθηση]], [[προκαλώ]] [[φλόγωση]], ερεθισμό («αυτή η [[αλοιφή]] μού ερέθισε το [[τραύμα]]»)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] ερωτική [[διέγερση]] («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[εντείνω]], [[γαργαλίζω]] την [[οσμή]] ή την όρεξη («το [[ούζο]] ερεθίζει την όρεξη»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ερεθίζομαι</i><br />α) εξάπτομαι, [[γίνομαι]] [[εριστικός]], οργίζομαι<br />β) [[γίνομαι]] εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῡμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη [[αναπνοή]], <b>Ευρ.</b>)<br />γ) διεγείρομαι ερωτικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παροτρύνω]], [[ενθουσιάζω]] («Ἔρως γάρ θεῑος ἠρέθιζε, [[μάκαρ]], τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παροξύνω]] σε [[οργή]], σε πόλεμο, σε [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]] σε [[άμιλλα]] («ὁ ἐξ ὑμῶν [[ζῆλος]] ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)<br /><b>3.</b> φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ [[τέκνα]] ὑμῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για μουσ. όργανο) [[χτυπώ]] τις χορδές για να ακουστεί [[ήχος]] («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την [[άρπα]], Τελέστ.)<br /><b>5.</b> [[προσελκύω]], [[θέλγω]]<br /><b>6.</b> [[κινώ]] την [[περιέργεια]] κάποιου<br /><b>7.</b> (μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>ἐρεθιζόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> («[[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος» — [[σπινθήρας]] που άναψε [[ξανά]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ερέθω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρεθίζω:''' Δωρ. -ίσδω, Επικ. απαρ. <i>-ιζέμεν</i>, παρατ. [[ἠρέθιζον]], Επικ. <i>ἐρ-</i>, αόρ. αʹ [[ἠρέθισα]], ποιητ. <i>ἔρ-</i>· παρακ. [[ἠρέθικα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠρεθίσθην</i>, παρακ. <i>ἠρέθισμαι</i> ([[ἐρέθω]])· [[εξοργίζω]], [[εξωθώ]] σε [[οργή]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[μάχη]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[κινώ]], [[διεγείρω]], [[εξάπτω]] την περιέργεια, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>ἐρ. χορούς</i>, τους [[προκαλώ]], τους [[εμπνέω]], σε Ευρ. — Παθ., προκαλούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], [[φέψαλος]] ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι, [[σπίθα]] που ανάβει από τα φυσερά, στον ίδ.· <i>αἰθὴρἐρεθιζέσθω βροντῇ</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για κάποιον που του έχει κοπεί η [[αναπνοή]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεθίζω Medium diacritics: ἐρεθίζω Low diacritics: ερεθίζω Capitals: ΕΡΕΘΙΖΩ
Transliteration A: erethízō Transliteration B: erethizō Transliteration C: erethizo Beta Code: e)reqi/zw

English (LSJ)

Ep.inf.

   A -ιζέμεν Il.4.5 : impf. ἠρέθιζον S.Ant.965 (lyr.), Ep. ἐρ- Il.5.419 : fut. -ίσω Gal.1.385, -ιῶ Hp.Mochl.2, Plb.13.4.2 : aor.1 ἠρέθισα D.H.3.72 ; poet. ἐρ- A.Pr.183(lyr.), inf. ἐρεθίξαι AP12.37 (Diosc.) : pf. ἠρέθικα Aeschin.2.37:—Pass., aor. 1 ἠρεθίσθην, part. ἐρεθισθείς Hdt.6.40, D.H.4.57 : pf. ἠρέθισμαι Hp. (v. infr.), etc. : (ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ; κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419 ; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ; ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146 ; φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant.965(lyr.) ; ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys.475 ; χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802 ; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity, μητέρα σήν Od.19.45 : generally, excite, chafe, φρένας ἐ. φόβος A.Pr.183(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph., ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba.148 (lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ; φλόγα Hld.8.9 ; τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c ; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—Pass., to be provoked, excited, ὑπό τινος Hdt.6.40, cf. Ar.V.1104 ; ἠρεθισμένος under provocation, Men.574 ; ὀργῇ χεῖρας -ισμένας Euphro8.3 ; of love, τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30 ; of fire, φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach.669 (lyr.) ; αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr.1045 (anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med.1119 ; ἕλκος ἠρεθισμένον irritated, Hp.Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ; ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9 ; ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22.    II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω Θεόκρ.: Ἐπικ. ἀπαρ. -ιζέμεν Ἰλ. Δ. 5: παρατ. ἠρέθιζον Σοφ. Ἀντ. 965 (Λυρ.), Ἐπικ. ἐρέθιζον Ἰλ. Ε· 419: - μέλλ. -ίσω Γαλην., ιῶ Ἱππ. 845F: - ἀόρ. ἠρέθισα Διον. Ἁλ. 3. 72· ποιητ. ἐρέθισε (Turnebus: ἠρέθισε κῶδ.) Αἰσχύλ. Πρ. 181 (χορ.), ἀπαρ. ἐρεθίξαι Ἀνθ. Π. 12. 37: - πρκμ. ἠρέθικα Αἰσχίν. 33. 11: - Παθ. ἀόρ. ἠρεθίσθην, μετοχ. ἐρεθισθεὶς Ἡρόδ. 6, 40, Διον. Ἁλ.: πρκμ. ἠρέθισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐρέθω). Διεγείρω, παροξύνω εἰς ὀργήν, εἰς πόλεμον, εἰς μάχην, ἐρεθίζω, Λατ. provocare, ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Α. 32, Ε. 419, κτλ.· ἐρ. κερτομίοις ἐπέεσσι Δ. 5· κύνας τ’ ἄνδρας τε, ἐπὶ λέοντος, Ρ. 658· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. (πλὴν ἐν Τ. 45, ὄφρα κε… μητέρα σὴν ἐρεθίζω, ἐρεθίζω τὴν περιέργειαν αὐτῆς)· ἐρ. τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· φιλαύλους τ’ ἠρ. Μούσας Σοφ. Ἀντ. 965· ὥσπερ σφηκιὰν ἐρ. τινὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 475· χεῖρον… ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Μένανδρ. ἐν Ἀδηλ. 258: - μεταγεν., καθόλου, διεγείρω, ἐξάπτω, φόβος ἐρ. φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 181· μεταφ., ἐρ. χοροὺς Εὐρ. Βάκχ. 148· ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, ἐρέθιζε μάγαδιν, ἔγγιζε, Τελέστης παρ’ Ἀθην. 637Α· τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Πλούτ. 2. 822C· ἀλλ’ ἐν Θεοκρ. 22. 2, πὺξ ἐρ., φαίνεται ἁπλῶς = ἐρίζειν: - Παθ. ἐρεθίζομαι, διεγείρομαι· ὑπό τινος Ἡρόδ. 6. 40, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1104· ἐπὶ τοῦ πυρός, φέψαλος… ἐρεθιζόμενος… ῥιπίδι Ἀριστοφ. Ἀχ. 669· αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῇ Αἰσχύλ. Πρ. 1045· πνεῦμα ἠρεθισμένον, ἐπί τινος τρέχοντος ἑως οὗ κοπῇ ἡ ἀναπνοὴ αὐτοῦ, Ευρ. Μήδ. 1119· ἐπὶ βηχός, Ἱππ. Ἀφ. 1251· ἕλκος ἠρεθισμένον, πεφλογισμένον, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 768, Πολύβ. 1. 81, 6· ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Λουκ. Ἔρωτ. 22.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠρέθιζον, f. ἐρεθίσω, att. et ion. ἐρεθιῶ ; ao. ἠρέθισα, pf. ἠρέθικα;
Pass. ao. ἠρεθίσθην, pf. ἠρέθισμαι, pqp. ἠρεθίσμην;
1 provoquer au combat, provoquer;
2 en gén. exciter : τινα, la curiosité de qqn ; φρένας ESCHL l’esprit.
Étymologie: ἐρέθω.

English (Autenrieth)

= ἐρέθω, Α 32, Il. 24.560.

English (Slater)

ἐρεθίζω
   1 provoke pass., cf. Borthwick, C. Q., 1967, 110 ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰν ( I am provoked to song ) fr. 140b. 14.

English (Strong)

from a presumed prolonged form of ἔρις; to stimulate (especially to anger): provoke.

English (Thayer)

1st aorist ἠρεθισα; (ἐρέθω to excite); to stir up, excite, stimulate: τινα, in a good sense, Homer down, in a bad sense, to provoke: παροργίζετε.

Greek Monolingual

(AM ἐρεθίζω)
1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.)
2. (για όργανα του σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα»)
3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)
4. προκαλώ, εντείνω, γαργαλίζω την οσμή ή την όρεξη («το ούζο ερεθίζει την όρεξη»)
5. παθ. ερεθίζομαι
α) εξάπτομαι, γίνομαι εριστικός, οργίζομαι
β) γίνομαι εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῡμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη αναπνοή, Ευρ.)
γ) διεγείρομαι ερωτικά
αρχ.-μσν.
παροτρύνω, ενθουσιάζω («Ἔρως γάρ θεῑος ἠρέθιζε, μάκαρ, τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)
αρχ.
1. παροξύνω σε οργή, σε πόλεμο, σε μάχη
2. παρακινώ σε άμιλλα («ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)
3. φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν», ΚΔ)
4. (για μουσ. όργανο) χτυπώ τις χορδές για να ακουστεί ήχος («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την άρπα, Τελέστ.)
5. προσελκύω, θέλγω
6. κινώ την περιέργεια κάποιου
7. (μτχ. μέσ. ενεστ.) ἐρεθιζόμενος, -η, -ονφέψαλος ἐρεθιζόμενος» — σπινθήρας που άναψε ξανά, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερέθω].

Greek Monotonic

ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω, Επικ. απαρ. -ιζέμεν, παρατ. ἠρέθιζον, Επικ. ἐρ-, αόρ. αʹ ἠρέθισα, ποιητ. ἔρ-· παρακ. ἠρέθικα — Παθ., αόρ. αʹ ἠρεθίσθην, παρακ. ἠρέθισμαι (ἐρέθωεξοργίζω, εξωθώ σε οργή, ερεθίζω, διεγείρω, προκαλώ σε μάχη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· κινώ, διεγείρω, εξάπτω την περιέργεια, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἐρ. χορούς, τους προκαλώ, τους εμπνέω, σε Ευρ. — Παθ., προκαλούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για τη φωτιά, φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι, σπίθα που ανάβει από τα φυσερά, στον ίδ.· αἰθὴρἐρεθιζέσθω βροντῇ, σε Αισχύλ.· λέγεται για κάποιον που του έχει κοπεί η αναπνοή, σε Ευρ.