ἐπίκρυφος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκρῠφος:''' -ον, [[κρυφός]], [[άδοξος]], [[άσημος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπίκρῠφος:''' -ον, [[κρυφός]], [[άδοξος]], [[άσημος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίκρῠφος:''' <b class="num">1)</b> скрытый, неведомый ([[οἶμος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρῠφος Medium diacritics: ἐπίκρυφος Low diacritics: επίκρυφος Capitals: ΕΠΙΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: epíkryphos Transliteration B: epikryphos Transliteration C: epikryfos Beta Code: e)pi/krufos

English (LSJ)

ον,

   A unknown, inglorious, οἶμος Pi.O.8.69, Max.21; concealed, πράξεις Plu.Arat.10.

German (Pape)

[Seite 954] verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυπτός, κρύφιος, ἄδοξος, ἐπίκρυφον οἶμον, «ἤγουν ἐν σκότῳ πορείαν˙ ὁ γὰρ νικηθεὶς ἀτίμως πρὸς τὸν οἶκον χωρεῖ διὰ τὴν ἧτταν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 92, Πλουτ. Ἄρατ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
caché, dissimulé.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

English (Slater)

ἐπίκρῠφος
   1 hidden νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον i. e. inglorious (O. 8.69)

Greek Monolingual

ἐπίκρυφος, -ον (Α)
1. κρυφός
2. άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)].

Greek Monotonic

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρῠφος: 1) скрытый, неведомый (οἶμος Pind.);
2) скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).