ὑπόμωρος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόμωρος:''' -ον, κάπως [[ανόητος]] ή [[κουτός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπόμωρος:''' -ον, κάπως [[ανόητος]] ή [[κουτός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόμωρος:''' глуповатый Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rather stupid or silly, Luc.Icar.29, Ptol.Tetr.163.
German (Pape)
[Seite 1226] etwas dumm, albern, Erkl. von εὐήθης, Schol. Plat. Rep. VII p. 350; Luc. Icarom. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμωρος: -ον, ὀλίγον τι μωρός, ἢ εὐήθης, Λουκ. Ἰκαρομ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 163, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu fou, quelque peu sot.
Étymologie: ὑπό, μωρός.
Greek Monolingual
-ον, Α μωρός
ο κάπως μωρός, κουτούτσικος.
Greek Monotonic
ὑπόμωρος: -ον, κάπως ανόητος ή κουτός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμωρος: глуповатый Luc.