ἀσυγκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγκόμιστος:''' -ον ([[συγκομίζω]]), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀσυγκόμιστος:''' -ον ([[συγκομίζω]]), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγκόμιστος:''' не свезенный (в одно место), неубранный ([[καρπός]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκόμιστος Medium diacritics: ἀσυγκόμιστος Low diacritics: ασυγκόμιστος Capitals: ΑΣΥΓΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkómistos Transliteration B: asynkomistos Transliteration C: asygkomistos Beta Code: a)sugko/mistos

English (LSJ)

ον,

   A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.

German (Pape)

[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: ἀ, συγκομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido καρπός X.Cyr.1.5.10, cf. PCair.Isidor.77.16 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) συγκομίζω
ο αμάζευτος.

Greek Monotonic

ἀσυγκόμιστος: -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκόμιστος: не свезенный (в одно место), неубранный (καρπός Xen.).