ποτιθύμιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(nl) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3. | |elnltext=ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτῐθύμιος:''' (ῡ) дор. = * [[προσθύμιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐθύμιος: (ῡ) дор. = * προσθύμιος.