συλήτειρα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῡλήτειρα:''' ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. [[συλητήρ]], [[κλέφτρα]], αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ. | |lsmtext='''σῡλήτειρα:''' ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. [[συλητήρ]], [[κλέφτρα]], αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῡλήτειρα:''' ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].
Greek Monolingual
ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].
Greek Monotonic
σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. συλητήρ, κλέφτρα, αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σῡλήτειρα: ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды.