ὁμοιομερής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoiomeris
|Transliteration C=omoiomeris
|Beta Code=o(moiomerh/s
|Beta Code=o(moiomerh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having parts like each other and the whole]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>302b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>984a14</span>,<span class="bibl">988a28</span> (but also of the parts themselves, [[like each other or the whole]], opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>486a6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cael.</span>302b16</span>, <span class="bibl">25</span>) ; μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.2.1</span> ; ὁ. ὄγκοι <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>1p.13U.</span> ; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>27.5</span>, cf. Gal. 10.48,al.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having parts like each other and the whole]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>302b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>984a14</span>,<span class="bibl">988a28</span> (but also of the parts themselves, [[like each other or the whole]], opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>486a6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cael.</span>302b16</span>, <span class="bibl">25</span>) ; μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.2.1</span> ; ὁ. ὄγκοι <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>1p.13U.</span> ; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>27.5</span>, cf. Gal. 10.48,al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:20, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιομερής Medium diacritics: ὁμοιομερής Low diacritics: ομοιομερής Capitals: ΟΜΟΙΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: homoiomerḗs Transliteration B: homoiomerēs Transliteration C: omoiomeris Beta Code: o(moiomerh/s

English (LSJ)

ές, A having parts like each other and the whole, Arist.Cael.302b3, Metaph.984a14,988a28 (but also of the parts themselves, like each other or the whole, opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA486a6, cf. Cael.302b16, 25) ; μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων Thphr.CP5.2.1 ; ὁ. ὄγκοι Epicur. Ep.1p.13U. ; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν Simp.in Ph.27.5, cf. Gal. 10.48,al.

German (Pape)

[Seite 335] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιομερής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίων μερῶν συνιστάμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμοιομερῆ, ἦσαν ἁπλαῖ οὐσίαι, δηλ. οὐσίαι ἀποτελούμεναι ἐξ ὁμοίων ἢ ὁμογενῶν μερῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀνομοιομερῆ, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, π. Οὐρ. 3. 3, 4· ― τὸ οὐσιαστ. ὁμοιομέρειαι, αἱ, κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ Πλουτ. 2. 876C, Διογ. Λ. 2. 8· καὶ τὸ ἑνικὸν homoeomerīa, εἰς δήλωσιν τῆς θεωρίας τῶν ὁμοιομερῶν παρὰ Λουκρετ. 1. 830· ἴδε Grote Πλάτων 1. σ. 50.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ
α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τους
β) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.
επίρρ...
ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)
με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιομερής: состоящий из однородных частиц (σώματα Arst., Plut.).