υπαγόρευση: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπαγόρευσις]], -ορεύσεως, ΝΜΑ [[ὑπαγορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγγελία]] κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, [[συνήθως]] σε [[αργό]] ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί [[προφορικά]] («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης»)<br /><b>2.</b> [[παρακίνηση]], [[συμβουλή]], [[νουθεσία]] («η [[υπαγόρευση]] του καθήκοντος τον οδήγησε στο [[μέτωπο]] του πολέμου»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[προσπάθεια]] υποβολής ή επιβολής της θέλησης ή μιας άποψης σε κάποιον («δεν δεχόμαστε ξένες υπαγορεύσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτροπή]], [[εντολή]] («γνώμῃ καὶ ὑπαγορεύσει Αντιπάτρου», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισήγηση]], [[οδηγία]] («κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τοῦ θεοῡ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκδοση]] σε αντίγραφα, που έγινε [[μετά]] από [[απαγγελία]] κάποιου («ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει», Σωκρ.)<br /><b>4.</b> [[ιδέα]], [[αντίληψη]].
|mltxt=η / [[ὑπαγόρευσις]], -ορεύσεως, ΝΜΑ [[ὑπαγορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγγελία]] κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, [[συνήθως]] σε [[αργό]] ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί [[προφορικά]] («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης»)<br /><b>2.</b> [[παρακίνηση]], [[συμβουλή]], [[νουθεσία]] («η [[υπαγόρευση]] του καθήκοντος τον οδήγησε στο [[μέτωπο]] του πολέμου»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[προσπάθεια]] υποβολής ή επιβολής της θέλησης ή μιας άποψης σε κάποιον («δεν δεχόμαστε ξένες υπαγορεύσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτροπή]], [[εντολή]] («γνώμῃ καὶ ὑπαγορεύσει Αντιπάτρου», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισήγηση]], [[οδηγία]] («κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τοῦ θεοῦ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκδοση]] σε αντίγραφα, που έγινε [[μετά]] από [[απαγγελία]] κάποιου («ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει», Σωκρ.)<br /><b>4.</b> [[ιδέα]], [[αντίληψη]].
}}
}}

Latest revision as of 20:28, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / ὑπαγόρευσις, -ορεύσεως, ΝΜΑ ὑπαγορεύω
νεοελλ.
1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης»)
2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η υπαγόρευση του καθήκοντος τον οδήγησε στο μέτωπο του πολέμου»)
3. (κατ' επέκτ.) προσπάθεια υποβολής ή επιβολής της θέλησης ή μιας άποψης σε κάποιον («δεν δεχόμαστε ξένες υπαγορεύσεις»)
αρχ.
1. προτροπή, εντολή («γνώμῃ καὶ ὑπαγορεύσει Αντιπάτρου», Ιώσ.)
2. εισήγηση, οδηγία («κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τοῦ θεοῦ», Ιώσ.)
3. έκδοση σε αντίγραφα, που έγινε μετά από απαγγελία κάποιου («ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει», Σωκρ.)
4. ιδέα, αντίληψη.