κατάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] fertig gemacht werden; τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται, es wird verzehrt, geht darauf, Od. 2, 58; κατανομένων ἐνιαυτῶν Arat. 464, mit der [[varia lectio|v.l.]] κατανυομένων. [Α des Verses wegen lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] fertig gemacht werden; τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται, es wird verzehrt, geht darauf, Od. 2, 58; κατανομένων ἐνιαυτῶν Arat. 464, mit der [[varia lectio|v.l.]] κατανυομένων. [Α des Verses wegen lang.]
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être consommé, épuisé <i>en parl. de biens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κατανύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être consommé, épuisé <i>en parl. de biens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κατανύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάνομαι Medium diacritics: κατάνομαι Low diacritics: κατάνομαι Capitals: ΚΑΤΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: katánomai Transliteration B: katanomai Transliteration C: katanomai Beta Code: kata/nomai

English (LSJ)

[ᾱ], Pass., (ἄνω) to be used up or wasted, πολλὰ κατάνεται Od.2.58; μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν completed, Arat.464.

German (Pape)

[Seite 1366] fertig gemacht werden; τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται, es wird verzehrt, geht darauf, Od. 2, 58; κατανομένων ἐνιαυτῶν Arat. 464, mit der v.l. κατανυομένων. [Α des Verses wegen lang.]

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être consommé, épuisé en parl. de biens.
Étymologie: cf. κατανύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάνομαι: Παθ., (ἄνω, ἀνύω), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.

English (Autenrieth)

(ἄνω): pass., be used up, wasted. (Od.)

Greek Monolingual

κατάνομαι (Α)
ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄνομαι (παθ. τ. του ἄνω [Ι] «τελειώνω»)].

Greek Monotonic

κατάνομαι: Παθ. (ἄνω), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κατάνομαι: (ᾱν) (только praes.) быть истребляемым, уничтожаться, гибнуть (τὰ πολλὰ κατάνεται Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άνομαι opraken:. τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται het meeste raakt op Od. 2.58.

Middle Liddell

[ἄνω]
Pass. to be used up or wasted, Od.