συλήτειρα: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>f. de</i> [[συλήτωρ]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>f. de</i> [[συλήτωρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῡλήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., [[ὥσπερ]] ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.
|elnltext=συλήτειρα -ας, ἡ [συλάω] roofster, plunderaarster.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡλήτειρα:''' ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῡλήτειρα:''' ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. [[συλητήρ]], [[κλέφτρα]], αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.
|lsmtext='''σῡλήτειρα:''' ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. [[συλητήρ]], [[κλέφτρα]], αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῡλήτειρα:''' ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды.
|lstext='''σῡλήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., [[ὥσπερ]] ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.
}}
{{elnl
|elnltext=συλήτειρα -ας, [συλάω] roofster, plunderaarster.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡλήτειρα, ἡ,<br />a [[robber]], Eur. [fem. as if from [[συλητήρ]]
|mdlsjtxt=σῡλήτειρα, ἡ,<br />a [[robber]], Eur. [fem. as if from [[συλητήρ]]
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλήτειρα Medium diacritics: συλήτειρα Low diacritics: συλήτειρα Capitals: ΣΥΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: sylḗteira Transliteration B: sylēteira Transliteration C: syliteira Beta Code: sulh/teira

English (LSJ)

ἡ, plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλήτειρα -ας, ἡ [συλάω] roofster, plunderaarster.

Russian (Dvoretsky)

σῡλήτειρα: ἡ похитительница: σ. ἀγρωστᾶν Eur. грабительница поселян, т. е. златорогая лань Артемиды.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].

Greek Monotonic

σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. συλητήρ, κλέφτρα, αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.

Middle Liddell

σῡλήτειρα, ἡ,
a robber, Eur. [fem. as if from συλητήρ