δικαιοκρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιοκρίτης''': -ου, ὁ, =[[δίκαιος]] [[κριτής]], Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
|lstext='''δῐκαιοκρίτης''': -ου, ὁ, =[[δίκαιος]] [[κριτής]], Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />juge équitable.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]], [[κριτής]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοκρίτης Medium diacritics: δικαιοκρίτης Low diacritics: δικαιοκρίτης Capitals: ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dikaiokrítēs Transliteration B: dikaiokritēs Transliteration C: dikaiokritis Beta Code: dikaiokri/ths

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A righteous judge, LXX 2 Ma.12.41, PRyl.113.35 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, gerechter Richter, Or. Sib. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοκρίτης: -ου, ὁ, =δίκαιος κριτής, Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
juge équitable.
Étymologie: δίκαιος, κριτής.