ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-έςαυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + -γενὴς < γένος].