οδοποιώ
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.